Header Ads

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΤΩΡΙΝΟΙ ΤΡΕΧΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ /Φ.1804

  

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη*

Οι αγαπητές του μέλλοντός μας μέρες, ωσάν κεράκια στέκονται εμπροστά μας σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα, ζεστά, χρυσά και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή σειρά κεριά σβησμένα.

Τα πιο κοντά βγάζουν καπνό ακόμα, κατάμαυρα κεριά κυρτιά λυωμένα.

Δεν θέλω να τα βλέπω με λυπεί η μορφή των και με λυπεί το πρώτο φως τους να θυμούμαι.

Εμπρός κοιτάζω τα αναμμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη δω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν...(Κ.Π.Καβάφης) 

Εμείς οι Τωρινοί κάτοικοι του Πλανήτη Γη, φίλε Αναγνώστη, δεν είμαστε ασεβείς μόνο προς τη Μάνα Φύση, αλλά και προς τον Χρόνο. Και δεν μιλάμε για τον φυσικό τον αστρονομικό, τον ωρολογιακό, αλλά προς τον ψυχικό μας χρόνο. Δεν τον λογαριάζουμε, δεν τον τιμούμε, δεν τον χαιρόμαστε, με αποτέλεσμα η υπαρκτή ζωή μας, να χάνει την ποιότητα της, μεταλλάσεται, γίνεται άλλη. Είναι αυτή ακριβώς που ζούμε σήμερα, που διαφέρει ριζικά από εκείνη που ζούσαν οι πολιτισμικές κοινωνίες του δυτικού κόσμου μερικές δεκαετίες πριν. Εκείνοι οι άνθρωποι αισθάνονταν και έδειχναν σεβασμό στη μικρή τους στιγμή! Ήξεραν ότι η διάρκειά της παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την ολοκλήρωσή της, είτε είναι δράση ή σκέψη ή συναίσθημα ή επιθυμία.

Η ΒΙΑΣΥΝΗ συμπυκνώνει, ληστεύει τη χαρά της ζωής και πρέπει να το καταλάβουμε, πως όταν ζούμε βιαστικά και λαχανιασμένα δεν χαιρόμαστε τίποτα. Ούτε το φυσικό τοπίο, ούτε το ψυχικό.

Όταν τρέχουμε, περνάμε πάνω από τις πολύτιμες, μοναδικές στιγμές και από μέσα τους γρήγορα, δεν προλαβαίνουμε να τις νιώσουμε, φέρνοντάς τες στα μέσα μέρη της ψυχής, να συνειδητοποιήσουμε τη σπουδαιότητά τους. Επομένως, ούτε απολαμβάνουμε, ούτε σκεπτόμαστε, ούτε χαιρόμαστε, ούτε αισθανόμαστε δυνατά, ούτε επιθυμούμε. Όλα φεύγουν τόσο γρήγορα, κατά πως μας λέει στο θαυμάσιο ποιητικό λόγος του ο Αλεξανδρινός Ποιητής, σαν τα αναμμένα κεριά τα χρυσά ζωηρά ζεστά κεριά, που σβήνουν. Τρέχουν οι ώρες, οι μέρες, τα χρόνια και όταν το συνειδητοποιούμε, είναι πλέον αργά.

ΥΠΑΡΧΕΙ και μια μορφή καλής βιασύνης, αυτή, για παράδειγμα, που επιστρέφουμε γρήγορα από τη δουλειά στο σπίτι μας, για να χαρούμε τους αγαπημένους μας. Όμως αυτή δεν είναι για όλους, είναι για τους τυχερούς, τους ευλογημένους και το λέμε αυτό με θλίψη, γιατί είναι η σκληρή αλήθεια.

Η βιασύνη ημών των τωρινών, κοινών θνητών, είναι άγχος.

Τρέχοντας και μεταθέτοντας διαρκώς τους στόχους μας, δίχως να περιμένουμε να δούμε, μήπως αυτοί, που τους προσπερνάμε βιαστικά, είναι οι καλύτεροι και κάνουν περιττούς τους παρακάτω, όχι μόνο δεν κερδίζουμε τίποτα με τη βιασύνη, τη συμπίεση του χρόνου, αλλά ξοδεύοντάς τον χάνουμε τη ποιότητα της ζωής μας.

Ο ΧΡΟΝΟΣ προχωράει αγέροχος, αδιάφορος, δεν θυσιάζεται για χάρη μας. Αντίθετα καταδικάζουμε την ψυχή μας με τη βιασύνη, που φέρνει μοιραία τη φθορά, έτσι που όλο φεύγουμε, όλο τρέχουμε. Αλήθεια τι μας έχει πιάσει; Αγωνιζόμαστε με τον χρόνο οι δυστυχείς; Μήπως έχουμε ξεγελαστεί από τη λεγομένη εξέλιξη και είμαστε και ευχαριστημένοι; Αλλιώς πώς εξηγείται να μεταφέρουμε στην πράξη τη βιασύνη και να κατασκευάζονται κάθε λίγο και λιγάκι καινούργια αυτοκίνητα, για παράδειγμα, που τρέχουν γρηγορότερα από τα προηγούμενα και ανεβαίνει η αξία τους η αγοραστική γι’αυτό το μεγάλο χάρισμα; Πώς εξηγείται ο Τωρινός άνθρωπος να φλέγεται από το πάθος της ταχύτητας, να γίνεται όχι πια «πουλί», όπως ονειρευόταν, αλλά «αιθέρας»; Και θα πει κάποιος και με το δίκιο του, πως αυτό είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης, του Πολιτισμού μας, όπως προείπαμε, και χαιρόμαστε και είμαστε ικανοποιημένοι.

Δεν μας άρεσε η άμαξα με τα άλογα, θέλαμε αυτοκίνητα. Αυτό δηλαδή ξεκίνησε με το άπλωμα της «μηχανής» σε όλους τους χώρους που άλλαξε τον κόσμο.

ΤΑ ΠΡΟΪOΝΤΑ πολλαπλασιάζονται πιο γρήγορα, για να καταναλώνονται από περισσότερους, γιατί γίναμε και πάρα πολλοί με την πρόοδο της Επιστήμης, του ορίου της ζωής. «Εντάξει καλά μας τα λέτε», θα μας έλεγε ένας επισκέπτης -κριτής από το παρελθόν, «αλλά εσείς γιατί τρέχετε, με τη ψυχή στο στόμα;

Αν και δεν χρειάζεται να μου απαντήσετε, είναι ολοφάνερο.

Χρειάζεσθε πάρα πολλά πράγματα, με τον πολιτισμένο τρόπο ζωής. Έχετε γίνει άπληστοι, απαιτητικοί, ανικανοποίητοι και για να αποκτήσετε αυτά που ποθείτε, με έντιμο τρόπο, δεν δουλεύετε μόνο σκληρά, αλλά τρέχετε από τη μια δουλειά στην άλλη, για να προλάβετε. Η μία εργασία δεν φθάνει για τα έξοδα του σπιτιού, των παιδιών, τη διασκέδαση, για τις απαιτήσεις σας γενικά. Πώς θα τα καταφέρετε, αν δεν τρέξετε;».

Και συνεχίζει ο επισκέπτης από το παρελθόν. «Όμως για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, μάλλον σας έχει γίνει συνήθεια γιατί τρέχετε και χωρίς να υπάρχει ανάγκη... Όταν τα έχετε όλα, όταν βαδίζετε στον δρόμο ακόμα ακόμα. Η βιασύνη σάς έγινε απαραίτητη, πέρασε από αυτόματο σύστημα στην εσωτερική σας συνείδηση, με αποτέλεσμα να γίνετε νευρικοί, ανυπόμονοι, ανικανοποίητοι και τελικά δυστυχισμένοι, κατά πως δείχνουν τα πράγματα......».

Τελειώνοντας, φίλε αναγνώστη, αυτή τη μικρή γραφή, μήπως πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά τι μας συμβαίνει τελικά και τρέχουμε με την ψυχή στο στόμα; Γιατί αυτή η περίεργη βιασύνη, που μοιάζει φυγή; Γιατί φεύγουμε, όλο φεύγουμε; Από τι; Μήπως από το ανικανοποίητο «ΕΓΩ»; Μήπως τρέχουμε, για να μη σταθούμε, όταν το συναντήσουμε και αναγκαστούμε να λογαριαστούμε μαζί του, πράγμα πολύ δυσάρεστο; Η απόδειξη ότι αποφεύγουμε τον διάλογο, την περισυλλογή, τον αργό ρυθμό της ζωής, δίνει την απάντηση.

* Η Παυλίνα Μπεχράκη είναι εικαστικός, συγγραφές, ποιήτρια από την Κόρινθο.


Δεν υπάρχουν σχόλια