ΜΕ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ (Φ. 1954)
Βαγγέλης Δ. Κόκκινος, ο νεότερος *
Στη σκιά της πολιτικής βίας
Η βία που ξεσπά από πολιτικές διαφωνίες δεν είναι απλώς εγκληματική, είναι μεταφυσική. Η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ και της Ιρίνα Ζαρούτσκα στις Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφονται ως ρήξεις στο δημόσιο χώρο που μας αναγκάζουν να αντιμετωπίσουμε τι σημαίνει να μιλάς, να ακούς και να κινδυνεύεις για την ίδια την πράξη του να μιλάς ή απλά να υπάρχεις. Τα γεγονότα αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως μεμονωμένες φρικαλεότητες αποκομμένες από νόημα και συμβολισμό, αλλά ως συμπτώματα που εκθέτουν την ευθραυστότητα των θεσμών και των συνηθειών που στηρίζουν την πολιτική ζωή.
Η φιλοσοφία διδάσκει ότι ο διάλογος δεν είναι απλά σύνταξη προτάσεων και μετάδοση πληροφοριών- είναι μια οντολογική πράξη με την οποία τα πρόσωπα καθιστούν τον εαυτό τους παρόντα. Η απαίτηση για αναγνώριση που εμψυχώνει την κοινωνική και πολιτική ύπαρξη επιμένει ότι η άρνηση της ικανότητας του άλλου να μιλάει σημαίνει μείωση του κοινοτικού ιστού. Η επιμονή της Arendt στην πολιτική ως χώρο εμφάνισης, μας υπενθυμίζει ότι η πολλαπλότητα και η γεννητικότητα είναι όροι της πολιτικής ύπαρξης: η πολιτική απαιτεί να μπορούν να εμφανίζονται και να απευθύνονται νέες φωνές στο δημόσιο βήμα, να μην αποκλείονται διά ροπάλου ή προπαγάνδας.
Ωστόσο, κάθε υπεράσπιση του αμφισβητούμενου λόγου πρέπει να συνδέεται με την ταυτόχρονη υπεράσπιση των ευάλωτων. Η δολοφονία της Ιρίνα, εμβληματική του τρόπου με τον οποίο οι ζωές του περιθωρίου της σύγχρονης ατζέντας εκτίθενται σε μια συνηθισμένη αδιαφορία, απαιτούν να αναρωτηθούμε ποιανού η ζωή μετράει και γιατί κάποια σώματα μένουν εκτεθειμένα, ενώ άλλα τυγχάνουν προστασίας. Μια πολιτεία που εξασφαλίζει ρητορική ευχέρεια στους ρητορικά ισχυρούς, ενώ εγκαταλείπει τους υπόλοιπους, επιτυγχάνει μια παράδοξη αδικία: ελευθερία για τους ρητορικά προνομιούχους και επισφάλεια για τους εκτεθειμένους.
Η υπεράσπιση της αρχής ότι η διαφωνία ανήκει στον λόγο και όχι στη σφαγή δεν σημαίνει ότι καθαγιάζουμε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Επιβεβαιώνουμε, όμως ένα ελάχιστο χωρίς το οποίο η ουσιαστική πολιτική διαλύεται: η διαφωνία αντιμετωπίζεται με διάλογο, όχι με εκκαθάριση. Αντίθετα, η αφαίρεση της ελευθερίας του λόγου από την ηθική ευθύνη καθιστά την ανοχή συνυπεύθυνη- δεν είναι όλοι οι λόγοι ίσοι ως προς τις συνέπειες, και οι θεσμοί πρέπει να μεσολαβούν σε αυτές τις συνέπειες αντί να καταφεύγουν στην καταστολή με τη βία.
Πρέπει να καλλιεργήσουμε θεσμούς και συνήθειες προσοχής που καθιστούν την πειθώ πιο ισχυρή από τη βία, και να σφυρηλατήσουμε μια πολιτική αλληλεγγύη που αναγνωρίζει την ευπάθεια ως δημόσιο μέλημα. Τα σχολεία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα νομικά πλαίσια και οι ενώσεις πολιτών θα πρέπει να ασκούν μια παιδαγωγική της ακρόασης και μια νομολογία της ίσης προστασίας. Οι τελετουργίες συλλογικού πένθους για τα θύματα της πολιτικής βίας θα πρέπει να λειτουργούν ως πράξεις αγωγής των πολιτών και ανανεωμένης δέσμευσης.
Μόνο με τη διατήρηση του απαραβίαστου της ζωής και του απαραβίαστου του αμφισβητούμενου λόγου μπορεί ένα δημοκρατικό πολίτευμα να μετατρέψει τις τραγικές ρήξεις σε ανανεωμένες δεσμεύσεις για την ύπαρξη, τη συνύπαρξη και την εξέλιξη. Στη σκιά των δολοφονιών και των εμφυλιακών ρητορικών, κυρίως της εκ των αντιθέτων πλευράς, η σκέψη πρέπει να κατονομάσει, να θρηνήσει και στη συνέχεια να επιστρέψει στο διάλογο. Ένα τέτοιο πολίτευμα τιμά την πολυφωνία, προστατεύοντας ταυτόχρονα τη λογική μειοψηφία από την αυθαίρετη βία.
*O Ευάγγελος Δ. Κόκκινος, ο νεότερος, είναι δημοσιογράφος, γεωπολιτικός αναλυτής και τελειόφοιτος Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών επιστημών στο Αγγλικό πανεπιστήμιο του Derby.

Αφήστε ένα σχόλιο