Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1832)

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 44

Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής

 


(τελευταίο)

 Αυδή λέμε την φωνή του ανθρώπου, προερχόμενο εκ του αείδω >άδω (=τραγουδώ), που καταδεικνύει την μελωδικότητα του ελληνικού λόγου. «Πρτον σε καί ετα μίλησε», πρώτα, δηλαδή, ο άνθρωπος τραγούδησε κι έπειτα μίλησε. Και το αείδω>άδω όμως είναι ηχομιμητικό ρήμα και προέρχεται εκ του ήχου που κάνει ο αέρας όταν φυσάει, ήχος που δημιούργησε το ρήμα αύω, όπου Υ το αρχαίο δίγαμμα F (ρίζα αF-). Η αυδή είναι ο ήχος που φτάνει στο αυτί μας, από κάποια ηχητική πηγή. Για παράδειγμα, όταν μας μιλάει κάποιος εμείς δεν ακούμε την φωνή του αλλά αυτό που φτάνει μέσω του αέρα στο αυτί μας (στο αισθητήριό μας), κι αυτό εκ του αύω >άημι=φυσώ. «ες μιλίαν καί φωνήν νθρώπων φικνουμένη», γράφει το Λεξικό Σουΐδα. Γι’ αυτό αυδή σημαίνει και ακοή. Θυμίζω την πολύ γνωστή φράση «έμεινα άναυδος», δείγμα μεγάλης έκπληξης, που σημαίνει έμεινα άλαλος, δεν έχω φωνή.

 Εκ του ομού+αυδή προέκυψε η ομάδα.

 Η ομφή είναι η θεϊκή φωνή ή η γλυκειά και μελωδική φωνή. «…τατα θεν κ πεύσεται μφς…» (λιάς, Υ. 129), δηλαδή, αυτά θα τα πληροφορηθεί (πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι, με μέλλοντα, πεύσομαι) από την φωνή των θεών. Η λέξη ετυμολογείται εκ του είπα, αορίστου του ρήματος φημί, το οποίο έδωσε το έπος, το οψ-οπός (η φωνή), με ε>ο και μετά την ομφή, με π>φ και φ>μφ.

 Και μιας και αναφέρθηκε το ρήμα φημί, ας δούμε την ετυμολογία του. Ανάγεται στο ηχομιμητικό φάος (=φως) και στο ρήμα φαίνω (=φέρνω στο φως, αποκαλύπτω). Μια μικρή παρέκβαση του σκεπτικού εδώ, όχι όμως άσχετη με το νόημα του ρήματος. Όλα ξεκίνησαν από την προσπάθεια του πρωτόγονου ανθρώπου να ανάψει φωτιά, φυσώντας γι’ αυτό προς την εστία. Φουφουφου, συνεχώς, και μόλις αυτή άναβε δημιουργείτο το φως που φώτιζε τα γύρω. Φουφού, δεν λέγαμε παληά το μαγκάλι ή την κάθε εστία της φωτιάς; Να πώς διασώζει η καθομιλουμένη πανάρχαιες έννοιες. Άρα, το ρήμα έχει την έννοια πως φέρνω κάτι στο φως δια του λόγου. Και μια μικρή λεπτομέρεια, ως προς τους τύπους που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι. Ο λόγος εισήγετο δια του έφη (παρατατικός τού φάσκω-φημί, και τα δύο ρήματα με την ίδια σημασία, που αλληλοδανείζονται τους αρχικούς τους χρόνους), π.χ. «τάδε έφη…», και τελείωνε δια του αορίστου, είπε, π.χ. «αυτά είπε και κατέβηκε…».

 Εκ του φημί και η φήμη ή φάμα δωριστί. Δείτε την λεπτή αλλά ουσιώδη διαφορά μεταξύ λόγου και φήμης. « μέν λόγος δλος γίνεται φ' ο φέρεται, δέ φήμη γνωστον χει τήν ρχήν», ο λόγος, δηλαδή, είναι φανερό από ποιον εκφέρεται ενώ η φήμη είναι άγνωστο από πού/ποιον ξεκινά.

Οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν ακριβώς την ελληνική λέξη και είπαν την φήμη fama και τον διάσημο famosus. Οι Γάλλοι αντιστοίχως famosité και fameux, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί fama και famoso, οι Άγγλοι fame και famous και οι Γερμανοί Fama και famos.

 Η ομιλία έχει πολύ όμορφη και βαθειά ετυμολογία. Το πρωταρχικό ρήμα είναι το είμι (=πορεύομαι, επί κίνησης των ανθρώπων) ή ίημι (επί ζώων και αψύχων).  Το θέμα της προστακικής ί(-ω), μαζί με το εμφατικό α, έδωσαν το επιφώνημα ι-α, κραυγή που χρησιμοποιείται επί μαχομένων αλλά και ως παράγγελμα για να οδηγούνται τα ζώα. Προσθέτοντας το ρήμα λαλώ, δημιουργήθηκε το ρήμα ιάλλω (=πέμπω, ρίπτω, εκτείνω). Από τον μέλλοντα του ρήματος, ιαλώ, με αναγραμματισμό και με ι>ε, δημιουργήθηκε το ρήμα ελάω >είλω (=βάζω σε κίνηση, συνελαύνω, συλλέγω, φεύγω, τρέχω και πολλές άλλες έννοιες). Εξ αυτού του ρήματος έχουμε την είλη ή ίλη (=ομάδα ανθρώπων, πλήθος, ίλη ιππικού ή αρμάτων), η οποία μαζί με το επίρρημα ομού μας δίνει την ομ-ιλία, το ρήμα ομ-ιλώ αλλά και τον όμ-ιλο. «μο ελεσθαι», να συναναστρέφεσθε, δηλαδή, και να «μείβεσθε λόγοις», να ανταλλάσσετε λόγια.

 Λήρος είναι η ακατάσχετη και ανόητη ομιλία, λέξη που την βρίσκουμε συνήθως εν συνθέσει, ως παραλήρημα. Είναι ηχομιμητική λέξη, που προέρχεται από το συνεχές λαλαλα + ρέω>ροή.  

 Και θα κλείσω με κάτι τελευταίο, που αφορά κάποια ρήματα, σχετικά με τον  λόγο, όπως το σκέπτομαι (=συλ-λογίζομαι, ανα-λογίζομαι, δια-λογίζομαι, δια-νοούμαι), που ετυμολογείται εκ του σκέπω-σκεπή, και στην κυριολεξία σημαίνει ότι έχω πάνω από το κεφάλι μου ένα βάρος, ένεκα των σκέψεών μου, είμαι σκυθρ-ωπός.

Δεν υπάρχουν σχόλια