Header Ads

Κρατική προπαγάνδα με ανεξάρτητο πρόσημο

Την ώρα που οι σχέσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων με τον Τύπο ελέγχονται και όταν διαπλέκονται η δημοκρατία στενάζει, μια δημοφιλής και διαχρονική συνωμοσία βλέπει πίσω από κάθε δημοσίευμα προπαγανδιστικές λειτουργίες και μισθολογικές απολαβές. Και αν ζούσες στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, αυτό θα ήταν κάτι παραπάνω από αλήθεια, μιας και η CIA είχε στη μισθοδοσία της μια σειρά από κορυφαίους αμερικανούς δημοσιογράφους που όχι μόνο μάζευαν πληροφορίες για τους πράκτορες, αλλά λειτουργούσαν και σαν φερέφωνα της κυβέρνησης.
Η Επιχείρηση Κοτσύφι ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 και κράτησε χοντρικά τρεις δεκαετίες, στήνοντας έναν σωστό κρατικό στρατό δημοσιογράφων, μέσων ενημέρωσης και πολιτιστικών συλλόγων που μετέδιδαν τα μηνύματα που ήθελε να περάσει κάθε φορά η κυβέρνηση. Ο καλολαδωμένος αυτός μηχανισμός ήρθε για πρώτη φορά στο φως το 1967, όταν κάποιοι άρχισαν να γράφουν δειλά-δειλά για συναδέλφους τους όχι ακριβώς αμερόληπτους. Οι σχέσεις των δημοσιογράφων με την Υπηρεσία ήταν άλλοτε ξεκάθαρες και άλλοτε σιωπηρές. Και δεν ήταν μόνο όταν συνεργάζονταν και συστεγάζονταν (ειδικά οι αμερικανοί ανταποκριτές σε κομμουνιστικές χώρες), αλλά και ότι οι ρόλοι τους αλληλεπικαλύπτονταν συχνά, καθώς οι ρεπόρτερ μοιράζονταν τις σημειώσεις τους με τους πράκτορες της CIA και λειτουργούσαν συχνά ως εκπρόσωποί της.
Και το καλύτερο, κάποιοι από τους κορυφαίους αυτούς δημοσιογράφους είχαν τιμηθεί ακόμα και με Πούλιτζερ για τα γραπτά τους! Η Επιτροπή Τσερτς έβγαλε άλλο ένα λαβράκι το 1976, όταν μίλησε καθαρά και ξάστερα για το τεράστιο ειδησεογραφικό δίκτυο που είχε στήσει η CIA με ευθεία πρόσβαση σε «έναν μεγάλο αριθμό εφημερίδων και περιοδικών, πληθώρα ειδησεογραφικών υπηρεσιών και πρακτορείων ειδήσεων, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, εκδοτικούς οίκους και άλλα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού». Ο κόσμος θα έπρεπε να περιμένει βέβαια μέχρι το 2007 και τον αποχαρακτηρισμό των μυστικών εγγράφων της επιχείρησης (Family Jewels) ώστε να φανεί περίτρανα το πώς κελαηδούσε κάποτε το «Κοτσύφι.

Δεν υπάρχουν σχόλια