Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1950)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Συνέχεια των φράσεων της καθομιλουμένης, που είτε έχουν την ρίζα τους -συνήθως- στην αρχαιοελληνική σοφία είτε έχουν δημιουργηθεί και διατυπωθεί από την λαϊκή σοφία.
«Καβάλησε το καλάμι», λέμε για κάποιον που τα μυαλά του έχουν πάρει αέρα. Η φράση προήλθε από περιστατικό με πρωταγωνιστή τον βασιλιά τής Σπάρτης, Αγησίλαο. Αυτός αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του κι όταν αυτά ήταν μικρά συνήθιζε να παίζει μαζί τους, μέσα στο σπίτι, καβαλώντας ένα καλάμι, λες και βρισκόταν πάνω σε άλογο. Μια μέρα ένας φίλος του τον είδε και τότε ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτε, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και μπορέσει επομένως να τον κατανοήσει. Εκείνος όμως το μετέδωσε και σε άλλους. Στο αναφερόμενο περιστατικό βέβαια η σημασία δεν είναι ακριβώς αυτή που σήμερα αποδίδεται στο απόφθεγμα. Θα μπορούσε ενδεχομένως να ισχύει για τους ...χαζομπαμπάδες.
Ας δούμε την ετυμολογία του ρήματος καβαλώ. Είναι σύνθετη λέξη, εκ του κατά+βάλλω. Η πρόθεση κατά χρησιμοποιείται με την δωρική της μορφή, ως κα. Μάλιστα, καβάλλης λέγεται ο εργάτης αλλά και ο αχθοφόρος ίππος, με την τελευταία σημασία να είναι αυτή από την οποία προέκυψε η εν λόγω φράση.
Πάμε στις ευρωπαϊκές γλώσσες να δούμε πώς εκφράζεται η καβάλα (ιπασσία) και ποια η ρίζα της. Πρόκειται για την λέξη ίκκος = ίππος, με αρχική γραφή ίκFος (δια του ίκκου αφ-ίκοντο), λέξη που πέρασε σχεδόν αυτούσια στην λατινική ως equus (=ίππος). Οι Γάλλοι είπαν την ιππασία équitation, οι Ιταλοί equitazione, οι Ισπανοί equitación και οι Άγγλοι equitation.
«Δεν ξέρει γρυ» λέμε για κάποιον που δεν κατέχει ή που δεν λέει τίποτε σωστό. Γρυ λέγαν οι αρχαίοι «τὸν ὑπὸ τῷ ὄνυχι δακτύλου ρύπον», δηλαδή τις ακαθαρσίες που δημιουργούνται κάτω από το άκοπο νύχι. Απ’ αυτήν την φράση, γρυ είπαν και κάθε τι το λίγο, το μικρό. Η φράση αναφέρεται στις «Νεφέλες» και στον «Πλούτο» τού Αριστοφάνη («καὶ τὰδ’ ἀποκρινομένου τὸ παράπαν οὐδὲ γρῦ») αλλά την αναφέρει και ο Χρυσόστομος στην ομιλία του «Εις τους ανδριάντας Ε΄», όπου μιλώντας για τον Ιωβ λέει: «Οὐδὲ γρῦξαι λοιπὸν ἐτόλμησε», όταν ο Θεός υποτίθεται πως τον ξεγύμνωσε και τον έκανε πτωχό.
Η λέξη είναι ονοματοποιία της φωνής του χοίρου, με το σχετικό ρήμα να είναι γρύζω, κάνω γρρ, δηλαδή. Ας σημειωθεί πως ο χοίρος λέγεται αλλιώς και γρύλλος. Λέγεται όμως και συς ή υς/υός (κυρίως ο άγριος χοίρος, ο κάπρος) εκ του ρ. θύω (=μαίνομαι), με θ>σ, που περιγράφει την κατάσταση των θηλέων χοίρων κατά την περίοδο του ζευγαρώματος.
Η φράση «τα εξ αμάξης» έχει προέλθει από την λατρεία τού Διονύσου. Συγκεκριμένα, όταν οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων διά της Ιεράς Οδού ξανάφερναν στην Αθήνα το άγαλμα του Διονύσου, την πομπή ακολουθούσαν γυναίκες πάνω σε άμαξες και αλληλοπειράζονταν, σε ανάμνηση της Ιάμβης. Η Ιάμβη ήταν η μόνη που με τα αισχρά της πειράγματα κατάφερε να κάνει την θλιμμένη Δήμητρα να γελάσει.
Η δασυνόμενη άμαξα ετυμολογείται εκ του άμα+άξω (μέλ. του άγω), και σημαίνει το όχημα που μεταφέρει πολλούς μαζί (άμα).
«Εμπάτ’ αγόρια στο χορό κορίτσια στα τραγούδια, να ιδήτε και να μάθετε πώς πιάνεται η αγάπη, από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δεν βγαίνει» λέει το γνωστό ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι. Οι αρχαίοι, πάντα πρωτοπόροι και σ’ αυτό, έλεγαν: «Εκ γαρ του οράν το εράν» και «όρασις μεν έρωτος άρχει, αύξει δε το πάθος ελπίς». Από τα μάτια, λοιπόν, πιάνεται η αγάπη.
Το ρ. πιάνω είναι νεώτερος τύπος τού πιάζω (=βαρύνω, πλακώνω, στενοχωρώ), κι αυτό εκ του βιάζω, με β>π.
Συχνά, όταν εννοούμε πως δεν πρόκειται να στενοχωρηθούμε για κάτι, λέμε ειρωνικά «θα τα βάψω μαύρα». Η φράση έρχεται από την αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα την βρίσκουμε στα λόγια του ρήτορα Αισχίνη («Κατά Κτησιφώντος»): «Δεν είναι σωστό, μέσα από περιστάσεις, που η πόλη θρήνησε και ντύθηκε στα μαύρα, εγώ να στεφανωθώ». Ο Παυσανίας (Αρκαδικά, XLII, 2) αναφέρει πως η Δήμητρα, όταν έκλεψε ο Πλούτων την Περσεφόνη, «θυμωμένη με τον Ποσειδώνα και πενθούσα για την αρπαγή της Περσεφόνης, φόρεσε μαύρα και κλείστηκε στο σπήλαιο για πολύ καιρό».
Η λέξη μαύρος, της οποίας η πλήρης γραφή είναι αμαυρός, ετυμολογείται εκ του α (που προτίθεται) +μη (η>α) +ορώ (ο>υ). Οι σημασίες τής λέξης απορρέουν από την κατάσταση που βρίσκεται ο ούρος (=φύλακας), που πρέπει ταυτοχρόνως να βλέπει και να ακούει. Αναλόγως, λοιπόν, του αν αυτός βλέπει, το αμαυρός σημαίνει κάτι που μόλις διακρίνεται, ο ασαφής, ο ομιχλώδης, ο σκοτεινός, ο αμυδρός. Επί ήχων, σημαίνει επίσης τον ασαφή, τον ασθενή, τον μικρό, και μεταφορικώς τον άσημο, τον αφανή, τον τυφλό, που δεν μπορεί να δει, να ξεχωρίσει.
Πολύ ωραία είναι η απόδοση του μαύρου στις ευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς και η ελληνική του ρίζα. Πρόκειται την λέξη νεκρός και το παράγωγο, νεκρομαντεία, που στην λατινική το τελευταίο έγινε ακριβώς, necromantia, και niger-nigris (=μέλας, πένθος, θάνατος). Από κει οι Γάλλοι είπαν τον μαύρο noir, οι Ιταλοί nero, οι Ισπανοί negro, και οι Άγγλοι black (εκ του φλέγω. Hora nigra =η μαύρη ώρα τού θανάτου και nigra Tartara =μαύρα, πένθιμα Τάρταρα.
«Κρατάει το φανάρι» λέμε για κάποιον που με την θέλησή του παρίσταται σε ερωτοδουλειές άλλων, ως παθητικός συνεργός βεβαίως. Η φράση είναι απομεινάρι από λαϊκές συνήθειες. Στα παληά τα χρόνια οι δούλοι, που συνόδευαν τους αφέντες τους την νύχτα κι έβλεπαν άθελά τους ό,τι αυτοί έκαναν, προπορεύονταν κρατώντας φανάρι αναμμένο. Στην Σίκινο και στην Φολέγανδρο, η πρόσκληση σε γάμο γινόταν το Σάββατο το βράδυ. Οι πατεράδες τού γαμπρού και της νύφης (ή κάποιος συγγενής τους), κρατώντας φανάρι, έμπαιναν στο σπίτι κι έλεγαν: «Το φανάρι το βλέπετε, την αιτία την ξέρετε. Το φαναράκι το βλέπετε, την αιτία την ξέρετε, αν αγαπάτε κοπιάστε». Στα Δωδεκάνησα, μετά τα προξενιά, στα οποία κανονίζονταν όλες οι λεπτομέρειες του γάμου γινόταν το μπάσιμο. Το βράδυ οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού ξεκινούσαν για της νύφης το κονάκι, κρατώντας φανάρια κι ένα μαστραπά με μέλι. Ακολουθούσαν 6-12 κόρες, κρατώντας σουπιέρες με γλυκά.
Στην αρχαία Ελλάδα, τέλος, σύμφωνα με ένα νόμο τού Σόλωνα, η γυναίκα μπορούσε να κυκλοφορήσει την νύχτα με άμαξα, μόνο αν μέσα στην άμαξα έκαιγε ένα φανάρι, ώστε όλοι να βλέπουν ποιος την συνοδεύει.
Η λέξη φανάρι είναι ο φανός, η λαμπάδα, η λάμπα, εκ του φαίνω (=λάμπω, φέγγω). Οι ξένες γλώσσες κράτησαν ως ρίζα την λαμπάδα (λαμπάς-λαμπάδος) και οι μεν Λατίνοι την είπαν ακριβώς έτσι, lampas-lampadis, οι Γάλλοι lampe, οι Ιταλοί lampa(da), οι Ισπανοί lámpara, οι Άγγλοι lamp, και οι Γερμανοί Lampe.
«Τον σέρνει από τη μύτη» λέμε για κάποιον που είναι όργανο κάποιου άλλου. Κι αυτή η φράση είναι πολύ παληά. Συγκεκριμένα ο Λουκιανός, στο διάλογο Ήρας και Δία, παρουσιάζει την Ήρα θυμωμένη να λέει στο Δία: «Σ’ εσένα αυτός είναι δεσπότης και ἄγει σὲ καὶ φέρει τῆς ρινὸς ἕλκων και συ τον ακολουθείς όπου σε οδηγεί, εύκολα δε αλλάζεις και γίνεσαι ό,τι εκείνος διατάζει». Στον «Ερμότιμο» επίσης λέει: «Διὰ τοῦτο εἷλκεν ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ρινός».
Η προς ετυμολόγηση λέξη είναι η ρις-ρινός (=μύτη), προερχόμενη εκ του ρ. ρέω, καθότι μέσω της ρινός ρέει ο αέρας και μύξα.
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com.

Αφήστε ένα σχόλιο