Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1829)

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 41

Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής



Από καιρού εις καιρόν πέφτω σε κάποιο πρωινάδικο, εκεί όπου σχολιάζονται και αναλύονται όλα τα «φλέγοντα» θέματα, όπως ποιος τα ’χει με ποια και αντιστρόφως, πόσους είχε πριν η τάδε μοντέλα-influencer, με ποια τα ’φτιαξε μετά από την πέμπτη σχέση του ο τάδε «γνωστός» επιχειρηματίας, τι ρούχα φοράνε οι επώνυμοι, σε ποια πάρτυ πήγανε εν όψει εορτών και άλλα.

Παληά αυτές κι «αυτούς» (δεν παίρνω όρκο για το αρσενικό γένος) συνηθίζαμε να τους αποκαλούμε κουτσομπόλες. Και σήμερα όμως με το ίδιο προσωνύμιο αποκαλούνται. Τι θα μπορούσε άραγε να σημαίνει η λέξη και πώς να ετυμολογείται; Είναι μήπως οι λέξεις κουτσός και μπόλι (μπολιάζω); Δεν βγαίνει όμως κανένα νόημα. Η άποψή μου είναι πως προέρχεται από το κόπτω+εμβολιάζω (μπολιάζω), δηλαδή κόβω ψεγάδια από τον ένα και τα μπολιάζω σε άλλον. Ο γρίφος είναι όμως πώς το κόπτω έγινε κουτσός. Υπάρχουν κάποια ρήματα, που όταν τα κάνουμε πρώτα συνθετικά, προτιμούμε το θέμα από τον μέλλοντα, ακολουθώντας την αρχαία παράδοση. Όπως, δηλαδή, έλεγαν οι αρχαίοι κλαυσίγελως από το θέμα του μέλλοντος του ρήματος κλαίγω, κλαυσ- και το ουσιαστικό γέλως. Έτσι κι εδώ από το ρήμα κόπτω χρησιμοποιούμε το θέμα τού μέλλοντος κοψ-. Ο ανοιχτός φθόγγος Ο κάποιες φορές καταντάει κλειστός ΟΥ, επηρεαζόμενος από την «γειτονία» του με το ουρανικό κ- και ιδιαίτερα αν ακολουθεί άλλος κλειστός φθόγγος, όπως τα χειλικά π ή φ και το κλειστό ένρινο μ. Πολλά τέτοια παραδείγματα μας διασώζει η ελληνική γλώσσα: κομβίον >κομπί >κουμπί, κώπη >κωπί >κουπί, κωφός >κουφός. Έτσι έχουμε τον σχηματισμό κοψομπολιάζω. Πολλά επίσης παραδείγματα υπάρχουν, όπου κάποτε ο συνδυασμός των μαλακωτέρων φθόγγων πσ γίνεται τραχύτερος σε τσ. Λ.χ. ψευδός >τσεβδός, ψακώνω (το «ψάχνω» στην Νίσυρο) >τσακώνω, ψίχαλα >τσάχαλα, οψιμάρνι >τσιμάρνι, κόψανον και υποκοριστικό κοψάνι >κοτσάνι κλπ. Έτσι έφτασε στις μέρες μας το κουτσομπολιό.

Οι κουτσομπόλες τι κάνουν κυρίως, ποια είναι η κυρίαρχη αποστολή τους; Μα να βγάζουνε τα μυστικά των «σημαινόντων» στην φόρα, να τους κάνουν βούκινο. Αν ανατρέξουμε στην αγαπημένη μας Wikipedia, θα διαβάσουμε πως πρόκειται για πνευστό όργανο ρωμαϊκής καταγωγής. Κατασκευής ίσως, θα έλεγα εγώ, αλλά καταγωγής και ετυμολογίας σίγουρα ελληνικής. Δύο είναι τα συνθετικά της λέξης, το βοή (βοώ, φωνάζω) και το κάννα (καλάμι, ράβδος, σωλήν), φυσάω, δηλαδή, μέσα από τον σωλήνα. Και πράγματι το βούκινο ήταν χάλκινο όργανο, που έμοιαζε με το κέρας (κέρατο). Ως επί χρόνια Αρχιμουσικός, μπορώ να σας πληροφορήσω πως τα επιστόμια των οργάνων τα λέμε και μπουκίνα, ακριβώς με την ίδια χρήση της λέξης. Η πολύ όμορφη και όχι ιδιαιτέρως γνωστή λέξη κάννα έχει δώσει την ρίζα της και σε λέξεις που επίσης δεν φαντάζεστε. Κανόνι, κανάλι, κάνουλα, κάνηστρον. Canal, canale, chanel, Kanal είναι μερικές από τις χρήσεις της λέξης στις γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες.

Όλοι αυτοί που απαρτίζουν αυτόν τον …ποιοτικό συρφετό θα παρατηρήσετε πως έχουν σχεδόν την ίδια φάτσα. Ντύνονται το ίδιο, βάφονται το ίδιο, πάνε στους ίδιους πλαστικούς για τις ...βελτιώσεις κλπ. Η φάτσα, λοιπόν, δείχνει μάλλον ιταλική προέλευση, αφού οι Ιταλοί το προφέρουν και το γράφουν ακριβώς έτσι: faccia. Οι Γάλλοι την λένε face, οι Ισπανοί faz, οι Άγγλοι face και οι Λατίνοι facies, που δηλώνει την λαμπρή, την καλή όψη. Η ελληνική του ρίζα όμως είναι το φάος >φως, που έδωσε το επίθετο φαικός (=λαμπρός και φάηκες οι οφθαλμοί) αλλά και η φάσις (=εμφάνιση, φύσις και φυή= η μορφή, η όψις του προσώπου, η αναλογία των μελών).

Τώρα, με τις ελλείψεις των φαρμάκων που παρουσιάζεται δεν θα μπορούμε να αποθηκεύσουμε καμμιά επιπλέον κάψουλα, για να ’χουμε σε κάθε περίπτωση. Άλλωστε ο Έλληνας …ξέρει και παίρνει μόνος του ή του λένε …φίλοι τι να πάρει, αφού αυτοί τα ’χουν δοκιμάσει και τους …έπιασε. Τρικυμία!! Η κάψουλα στα λατινικά είναι capsella ή capsa, capsule στα γαλλικά, càpsula στα ιταλικά και ισπανικά, Kapsel στα γερμανικά. Ακούστε τώρα την ελληνική ρίζα: Εκ του ρήματος κάπτω (=εσθίω, τρώγω) προήλθε η λέξη κάμψα, κάψα (=θήκη, θέμα μέλλοντος κάψ-) και καμψίον (=δοχείο), εκεί δηλαδή που αποθηκεύουμε τα προς βρώσιν. Και όντως, η κάψουλα δεν είναι μια θήκη, όπου υπάρχει το φάρμακο που μας γιατρεύει; Θυμήθηκα την ποντιακή λέξη χαμψία, που σημαίνει το μικρό ψαράκι, τον γαύρο, που τον κάνουμε «μια χαψιά». Όπως παρατηρείτε, η ποντιακή αυτή λέξη διασώζει αυτούσια την ελληνική ρίζα, με μόνον την συνήθη τροπή του –κ σε –χ. Έχω δε πολύ σοβαρά την αίσθηση πως και η λέξη κάσσα έχει την ίδια ρίζα, αφού σημαίνει έναν αποθηκευτικό χώρο. Κάσσα λέμε και το χρηματοκιβώτιο αλλά και το φέρετρο. Ακριβώς έτσι λέγεται και στα γαλλικά (caisse), στα ιταλικά (cassa), στα ισπανικά (caja), στα αγγλικά (cash) και στα γερμανικά (Kasse).


* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι Καθηγητής Μουσικής και Διευθυντής Χορωδιών

Δεν υπάρχουν σχόλια