Header Ads

Μάρτης – γδάρτης, γενικώς Φ.1782

Μάρτης – γδάρτης, γενικώς
  



Γράφει Επιμελείται: Θεόδωρος Σαρέλας 
Κειμενογράφος

Τι Μάρτης επεισοδιακός κι ο φετινός... Σεισμοί, λοιμοί, συγκρούσεις σε όλες της τις μορφές: από τους λεκτικούς διαξιφισμούς, “μέχρι τους διαξιφισμούς σκέτους, Σαν να “θελε ο Μάρτης ντε και καλά να επιβεβαιώσει του ονόματος του την προέλευση εκ του Μars, που έτσι αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι τ ο θεό τού πολέμου τον Άρη κι είχε τον Μάρτη τα γενέθλια του. Γϊ αυτό, ότανήθελαν να εμφανίσουν ζωντανό το ομοίωμα του Μάρτη, έντυναν έναν άντρα με δέρμα λύκαινας...

Κάλλιο θα ‘ταν να ‘χε κρατήσει ό μήνας την αρχαιοελληνική του ονομασία. Είτε το «Ανθεστηρίων», που αντιστοιχούσε με το πρώτο δεκαπενθήμερο του, είτε του δεύτερου μισού την ονομασία «Ελαφηβολιών». που σχετιζόταν με την Άρτεμη και το ελάφι της.

Και να ‘ταν μόνο το όνομα που προσαρμόστηκε σε επιδράσεις ξένες προς την εικόνα τής Ελληνικής Άνοιξης...

Έθιμα πανάρχαια, που διατηρούσαν επί πολλά χρόνια την αρχική τους μορφή ρίχτηκαν στον καιάδα της λήθης , Ένα απ’ όλα θα θυμίσω. Τα λεγόμενα «χελιδόνισματα».

Όπου τα παιδιά παίρνανε ένα καλάθι, το γέμιζαν με φύλλα κισσού, περνούσαν μέσα απ’ το καλάθι ένα ραβδί και στην άκρη του κρεμούσαν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού.

Γύρω από το λαιμό τού πουλιού έβαζαν κουδουνάκια και καθώς κουνούσαν το ραβδί ο ήχος των κουδουνιών ήταν προάγγελος της άφιξης της κουστωδίας στα σπίτια όπου θα τραγουδούσαν το «χελιδόνισμα», ένα είδος καλάντων.

Έβγαινε η• νοικοκυρά έπαιρνε λίγα -φύλλα κισσού από το καλάθι, τα έβαζε στη στη φωλιά του κοτετσιού, για να γεννάνε οι κότες πολλά αυγά (μια που ο κισσός ήταν σύμβολο της θαλερής βλάστησης που εκτενής είναι η αναφορά τους στη λαογραφία του Γεωργίου Μέγα. Στη σημερινή πραγματικότητα, ωστόσο, ταιριάζει το υπό Δημοκρίτου λεχθέν -«βίας ανεόρταστος, μακρή οδός απανδόκευτος». Τώρα όμως που το σκέφτομαι καλύτερα, στην περίπτωση μας αυτή η παρομοίωση πέφτει στο κενό.

Διότι και ανεόρταστος ο βίος μας και το πανδοχεία κλειστά.

Οπότε, το μόνο που σώζεται από τη φράση και αιωρείται ως απειλή είναι το «μάκρη οδός». Που θα ‘ναι και πολύ μακρή, ως φαίνεται...

Το να υπονομεύεται, βέβαια, έστω και υπό τις παρούσες συνθήκες, μια ρήση ενός καταξιωμένου στο διάβα του χρόνου προγόνου μοιάζει με έγκλημα καθοσιώσεως, οπότε αναγκαστικά οφείλω να στηρίξω το εγνωσμένο κύρος του Δημοκρίτου επικαλούμενη άλλες ακλόνητες διαχρονικά απόψεις του. Έβαλα την ασθενή μου, μνήμη σε δοκιμασία αλλά εν τέλει. θυμήθηκα πρώτα εκείνο το αμίμητο: «ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος. Ήλθες, είδες, απήλθες», που, μακάρι να το είχαν κατά νουν προπάντων όσοι στην κατά κυριολεξία σκηνή καταγίνονται με την «μίμησιν πράξεως σπουδαίας και τελείας»... Ύστερα, ήρθε και μου κόλλησε στο μυαλό εκείνη η ρήση του που επαναλαμβάναμε συχνά όσοι με τα έργα της παιδείας ασχολούμαστε: «παιδεία ευτυχούσι μεν κόσμος, δυστυχοόσι δε καταφύγιο» (η παιδεία είναι κόσμημα για . τους ευτυχισμένους και καταφύγιο για τους δυστυχισμένους). Μπα... Κάτι άλλο θα έπρεπε να επικαλεσθώ εν προκειμένω. Διότι κάποια άλλη παιδεία θα ‘χε ο άνθρωπος στο νου του κι όχι την εξ αποστάσεως, με το τάμπλετ στο χέρι, όπου είναι μεγάλος πειρασμός να μην το γυρίσεις στα κινούμενα σχέδια, αφήνοντας το δάσκαλο να χτυπιέται στον αέρα. Συγγνώμην, μεγάλε Δημόκριτε, λυπούμαι πολύ... Και τι γυρίζει και μου λέει, νεοελληνιστί, για να καταλαβαινόμαστε (και, όπως θα διαπιστώσατε, δεν τις χωρίζει και μεγάλη απόσταση αρχαία και νέα γλώσσα) Μη λυπάσαι μ’ αυτά που δεν έχεις, αλλά να χαίρεσαι μ’ αυτά που έχεις. Οι άνθρωποι δεν ευτυχούν ούτε με τα σώματα ούτε με τα χρήματα, αλλά με. _ την ακονισμένη σκέψη και τη φρόνηση. Δυσεύρετα παρ΄ημίν αυτά τα δύο τελευταία, δάσκαλε.

Καί τότε, χάνοντας την υπομονή του, γυρίζει και μου ρίχνει κατακέφαλα την Κεραμίδα:

Γυνή μη ασκείτω λόγον. Δεινόν γαρ.

Οπότε, σπεύδω να βάλω τελεία και παύλα. και πιστευόταν ότι μετέδιδε αυτή την ιδιότητα και στα ζώα) κι ύστερα τα παιδιά παίρνανε και το φίλεμά τους; ένα ή δυο αυγά. Η καταγωγή τού εθίμου από την αρχαιότητα αποδεικνύεται και από τα περιεχόμενο του «χελιδονίσματος». Το νεότερο ξεκινάει έτσι. Ήρθε, ήρθε χελιδόνα, ‘ ήρθε κι άλλη μεληδόνα, κάθισε και λάλησε, και γλυκά κελάδησε: Μάρτη, Μάρτη μου καλέ, {....) κι αν χιονίσεις, κι αν κακϊσεις. πάλιν άνοιξη θ’ ανθίσεις.

Ιδού και η έναρξη του αρχαίου; Ήλθ’ ήλθι χελιδών καλός ώρας άγουσα . καλούς ενιαυτούς, επϊ γαστέρι λευκά, επί νώτα μέλαινα. Και καταλήγει έτσι.

Άνοιγ’άνοιγε τον θύραν χελιδόνι, ου γαρ γέροντες εσμεν, αλλά παιδία. Ένα μόνο έθιμο διατηρήθηκε κατά τους νεότερους χρόνους, αρχαίο κι αυτό, συσχετιζόμενο με τα Ελευσίνια μυστήρια. Πρόκειται για τον «μόρτη», την ασπροκόκκινη κλωστή που δένεται στον καρπό του χεριού των παιδιών, για να μην τους κάψει το πρόσωπο ο ήλιος του Μαρτίου. (Δεν ξέρω κατά πόσο πείθονται τα σημερινά παιδιά να φορέσουν αυτό το ασπροκόκκινο αξεσουάρ,: εκτός ‘κί ά ενδίδουν όταν είναι οπαδοί του Ολυμπιακού!) Κι ένα σωρό άλλες γιορτές είχαν παλιότερα καθιερωθεί κατά το Μάρτη μήνα.

Θεόδωρος Σαρέλας 
Κειμενογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια