Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1951)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Θα έχετε, φαντάζομαι, ακούσει πολλές και επαναλαμβανόμενες φορές (μέχρι να το εμπεδώσετε, θέ’τε δεν θέ’τε) πως οι αριθμοί αποτελούν εφεύρημα των Αράβων και εκείθεν κατέκλυσαν τον κόσμο και χρησιμοποιούνται πλέον από όλους.
Είναι όμως έτσι; Υπήρξαν τόσο μπροστά οι Άραβες;
Ας ανατρέξουμε σε παληότερη ανάρτηση (Γ.Κ. 38) κι ας φέρουμε στην μνήμη μας την ετυμολογία της λέξεως αριθμός αλλά και κάποιες πολύ σπουδαίες λεπτομέρειες, που έχουν να κάνουν με τα είδη των αριθμών.
Ο αριθμός είναι σύνθετη λέξη εκ του ρήματος άρω, αραρίσκω (=αρμόζω, συνδέω, συνάπτω) + ίθμα (=βήμα, εκ του ρήματος είμι =σπεύδω, ορμώ προς τα μπρος, προχωρώ και ιδιαιτέρως της προστακτικής ενεστώτος, ίθι). Ο Ησύχιος μάλιστα, επεξηγώντας την σημασία τού βήματος, γράφει «ἀπὸ τοῦ δι' αὐτῶν ἰέναι», με αυτά, δηλαδή, να προχωράς. Άρα, όταν λέμε αριθμός εννοούμε πως πρώτα συνδέουμε, συνάπτουμε, προσαρμόζουμε και μετά προχωρούμε. Η λέξη αριθμός, εξ άλλου, σημαίνει και δεσμός.
Στην αριθμητική έχουμε πολλών ειδών αριθμούς. Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Μετά τα Φυσικά», Α5, γράφει «Ἀριθμοῦ στοιχεῖα τὸ ἄρτιον καὶ τό περιττόν».
Άρτιος θεωρείται ο αριθμός που είναι «ζευγαρωμένος» με κάποιον άλλον, ο ζυγός, «ὁ ἀραρὼς πρὸς τι», εκ του ρήματος άρω, αραρίσκω, όπως είπαμε πιο πάνω.
Περιττός ή περισσός είναι ο μη άρτιος αριθμός, αυτός που δεν αραρίσκεται, δεν έχει με ποιον να συνδεθεί και περισσεύει, δεν έχει «ταίρι», είναι μόνος του, μονός.
Ο ακέραιος αριθμός είναι αυτός που δεν κείρεται (=κόβεται, τεμαχίζεται, α στερητ. + κείρω).
Κλασματικός αριθμός είναι αυτός που κλάται (=κόπτεται, σπάει).
Ο ήμισυς (=μισός) προέρχεται εκ του άμα+ίσος, «ὁ ἅμα (=ταυτοχρόνως) ἴσος τινί, τοῦ ὅλου διαιρεθέντος, ἥ τὸ ἅμα ἄλλῳ ἴσον». Είναι, δηλαδή, ο ταυτοχρόνως ίσος αριθμός, μόλις διαιρεθεί ή αυτός που είναι με άλλον ίσος, ο μισός.
Δια των αριθμών μετράμε διάφορα πράγματα. Δια να δύναται όμως κάποιος να μετρά και να λογαριάζει πρέπει να διαθέτει μήτιν (=σύνεση, γνώση). Το μετρώ είναι σύνθετο ρήμα, εκ του μήτις + ρέω. Μήτις+ρέω >μητ-ρώ >μετ-ρώ, που σημαίνει πως όταν μετράς ρέουν η σύνεση και η γνώση, άρα σοφή πράξη.
Τα αποκαλούμενα «αραβικά» σύμβολα των αριθμών δεν προέρχονται βεβαίως από τους
Άραβες. Αυτό είναι γνωστό, αφού οι ίδιοι οι Άραβες δεν τους διεκδικούν και τους ονομάζουν «Ιντί». Απλώς αυτοί μεσολάβησαν για την μεταφορά τους από τις Ινδίες (Ιντί) στην Ευρώπη, κυρίως στους Άραβες της Ισπανίας, απ’ όπου διαδόθηκαν παντού. Άλλωστε οι Άραβες, όπως και οι περισσότεροι ανατολικοί λαοί, χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν, τόσο κατά την γραφή όσο και κατά την ανάγνωση, φορά εκ δεξιών προς τα αριστερά.
Η επινόηση των συμβόλων 1, 2, 3, 4, ... παραμένει σκοτεινή, διότι δεν εφευρέθηκαν ούτε από
τους Ινδούς. Πολλοί «ψαγμένοι» υποστηρίζουν ότι αποτελούν ιδιαίτερο συμβολισμό, ειδική επινόηση ή αποκάλυψη Νεοπυθαγορείων, πιθανόν απ’ αυτούς που ακολούθησαν τον Μ. Αλέξανδρο μέχρι την Ινδική. Ένα πάντως είναι βέβαιο, πως το «μηδέν» (Ο, μήτε εν) επινοήθηκε από τον σπουδαίο Έλληνα μαθηματικό και αστρονόμο, Κλαύδιο Πτολεμαίο, το δε σύμβολόν του είναι το αρχικό γράμμα της λέξεως ΟΥΔΕΝ (ουδέ εν).
Η δυτική ονομασία για το μηδέν, ZERO, προέρχεται από αλλοιωμένη σύντμηση της λέξεως ΖΕΦΥΡΟΣ (ZEPHYRUM), διότι ο δυτικός άνεμος, Ζέφυρος, ετυμολογικώς προέρχεται εκ του ζόφου. Εκφράζει επίσης και τον Βορειοδυτικό και τον Βόρειο άνεμο, και σε ωρισμένα παλαιά ανεμολόγια σημειώνετο με το αρχικό Ζ, στην θέση τού 0ο: Κι όπως γράφει και το Larousse Etymol για τον συμβολισμό τού μηδέν: «contraction=σύντμησις de ZEFlRO».
Τα λατινικά σύμβολα των αριθμών προέρχονται εμφανώς εκ της συνήθους δια τών δακτύλων
αριθμήσεως: I, II, III, IV, V, VI κλπ. Το V (5) απεικονίζει την μία παλάμη. Άρα, το IV=4 σημαίνει μία ολόκληρη παλάμη μείον το ένα δάκτυλο, και VI=6 σημαίνει μία παλάμη συν ένα. Το Χ=10, δεν έχει σχέση με το γράμμα «χι». Απεικονίζει δύο παλάμες τοποθετημένες επάνω κάτω. Άρα, ΙΧ=9, σημαίνει δύο παλάμες, δηλ. 10 δάκτυλα πλην ένα. Και ΧΙ=11, δύο παλάμες συν ένα κ.ο.κ., ΧΠ=12, ΧΙΙΙ=13...
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο το γιατί το L σημαίνει 50. Ίσως να είναι η αριστερή παλάμη με τα 4 δάκτυλα προς τα πάνω, κάθετα, και τον αντίχειρα εκτεταμένον προς τα δεξιά. Το C=100 προέρχεται εκ του αρχικού γράμματος C της λέξεως CENTUM (=100), εκ του ελληνικού ΕΚΑΤΟΝ, δια προφοράς της δασείας ως «C». Το σύμβολο D, το οποίο σημαίνει πεντακόσια, δεν είναι το τέταρτον γράμμα τού «λατινικού» αλφαβήτου, αλλά το C στραμμένο προς τα αριστερά, με ένα Ι να προηγείται. Το Μ=1000, MILLE, ετυμολογείται εκ του μύριοι, μυρίοι, δηλ. μυριοπληθείς όπως η μύρα (=θάλασσα), με την συνήθη τροπή τού Ρ σε λ).
Για τα σύμβολα των ελληνικών αριθμών-γραμμάτων ο W. Durant στην Παγκόσμιον Ιστορίαν
τού Πολιτισμού (τ. Β΄, σελ. 640, 680) σημειώνει χαρακτηριστικά:
«τα πρώτα εννέα γράμματα του αλφαβήτου εχρησιμοποιούντο διά τας μονάδας, το επόμενον
γράμμα δια το 10, τα επόμενα εννέα (εν νέςχ) δια το 20, 30 κλπ., το επόμενον δια το 100, το επόμενον δια το 200, 300 κ.ο.κ. με μίαν οξείαν μετά το γράμμα (κδ΄=24). Μία μικρά κεραία κάτω από ένα γράμμα εσήμαινε την αντίστοιχον χιλιάδα. Αυτή η αριθμητική στενογραφία προσέφερεν ένα εύχρηστον σύστημα υπολογισμού. Μερικοί σωζόμενοι πάπυροι περιέχουν πολυπλόκους υπολογισμούς από κλασμάτων μέχρι εκατομμυρίων εις χώρον πολύ μικρότερον από όσον θα κατελάμβανον παρόμοιοι υπολογισμοί εις την ιδικήν μας αριθμητικήν γραφήν».
Στα επόμενα φύλλα θα γίνει η ετυμολόγηση ενός εκάστου των αριθμών.
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com.

Αφήστε ένα σχόλιο