Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1960)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –159

 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 

Το φύλλο αυτό θα μου επιτρέψετε να μην έχει χαρακτήρα ετυμολογικό. Θα γίνει μόνον αναφορά στα γεγονότα του Αλβανικού Μετώπου, ως ελάχιστη συνεισφορά στα μεγαλουργήματα των Ελλήνων στρατιωτών, που, με ελάχιστα μέσα και έχοντας να αντιμετωπίσουν τις πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες, κατάφεραν να τα βάλουν στα ίσια με την πανίσχυρη πολεμική μηχανή των Ιταλών εισβολέων και να καταγάγουν περήφανες νίκες.

Θα σας παραθέσω κάποια από τα ποιήματα Ελλήνων, που συνήθιζα να βάζω τους μαθητές μου να αποδίδουν κατά την σχολική εορτή της 28ης Οκτωβρίου 1940.

 

Ξεκινώ με την «Πορεία προς το μέτωπο», του Οδυσσέα Ελύτη, όπου περιγράφεται με ανατριχιαστική λεπτομέρεια το φρικώδες θέατρο του πολέμου.

 

(Αποσπάσματα)

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο…

Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μια-μια εμοιραζόμασταν τη σταφίδα...

Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους – ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι…

 

Σειρά έχει ένα συγκλονιστικό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, που ανήκει στον ποιητικό κύκλο «Γράμματα απ' το μέτωπο», που έχει σαν θέμα του την αλληλογραφία ενός στρατιώτη με την μητέρα του. Τρόμος, αγωνία, η σκληρή πραγματικότητα της μάχης, αλλά και η ανθρωπιά τού πολέμου, οι στιγμές ομορφιάς, ελπίδας και αγάπης, που κρατούν τον φαντάρο ζωντανό, περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο, σαν να είναι όλως διόλου αληθινές. Στο τέλος δε η ανατριχιαστική διαπίστωση: Εδώ στο θάνατο κοντά πρωτόμαθα το πόσο η ζωή αξίζει…

 

(αποσπάσματα)

Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοι/ κι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει.

ἕνα οἱ αὐγὲς κ᾿ οἱ νύχτες μας γυρνοῦν

Ζοῦμε στ᾿ ἀμπριὰ θαμμένοι, διπλωμένοι/ κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν τρύπα ὁ θάνατος περιμένει.

Μᾶς ἔπνιξαν τὸ φῶς καὶ τὴ χαρά, /στεγνῶσαν τὴν ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα,
μὰ κάτι μέσα μας κυλᾶ βουερὰ /καὶ ξέσπασμα δὲ βρῆκε κάπου ἀκόμα.

Φουσκώνουν τῆς ζωῆς μας τὰ πελάη /σ᾿ ὅλες τὶς φλέβες μου, αἷμα μου κυλάει
τῆς Μαριγῶς τὸ φλογερὸ φιλί...

Ἡ κάθε μου ἵνα τὴ χαρὰ φωνάζει, /μὰ ὁ πόλεμος, τὴ νιότη μου σκεπάζει
καὶ μὲ ἀτσάλι ἀναμμένο μὲ κεντᾶ /ὅμως, μέσα ἡ καρδιά μου δὲ λυγίζει.
Μητέρα, ἐδῶ, στὸ θάνατο κοντά, /πρωτόμαθα τὸ πόσο ἡ ζωὴ ἀξίζει.

 

Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου έχει τίτλο «Το τίμημα της λευτεριάς». Ο ποιητής, έζησε από πρώτο χέρι την φρίκη του πολέμου, αφού το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού (ως έχων σπουδάσει ιατρική). Γενικώς η ποίηση του Σινόπουλου είναι λυρική, επιγραμματική και κυριαρχείται από τραγική αυτογνωσία και απαισιοδοξία.

 

Μετρούμε τις λαβωματιές/ της λευτεριάς το τίμημα:/ Όσοι νεκροί, τόσες σπαθιές /ξεσκίσαν την καρδιά μας./ Βράδυ κι αυγή ραντίζουμε/ τους τάφους τους με δάκρυα. /Εδώ σ’ αυτή τη γη φυτέψαμε τα πιο μεγάλα όνειρα./ Τούτο το χώμα είναι δικό μας/ είπαμε./ Στα σπλάχνα του δε μας ξεχάσαν,/ καρτερούν μυριάδες σύντροφοι ν’ ακούσουν τις καμπάνες της Ανάστασης./

Αυτοί κρατούν στα χέρια τους /της λευτεριάς τα σήμαντρα.

 

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος πήρε κι αυτός μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και ύστερα στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ. Διακρίνεται για τον βαθύτατο ανθρωπισμό της ποίησής του και την ιδιομορφία των εμπνεύσεών του. Το ποίημα που παραθέτω έχει τον τίτλο «Ο στρατιώτης».

 

Σ’ όλη μου τη ζωή, ήμουν στον πόλεμο. /Μέσα σε χαρακώματα γιομάτα βροχή/ όταν έβγαινε ο ήλιος./ Τη νύχτα, περνούσα ποτάμια./ Στο ένα μου χέρι, στο ένα μου πόδι, στο μέτωπο, επίδεσμοι./ Στο άλλο μου χέρι, στο άλλο μου πόδι, /στο στήθος μου, λάσπες.

Στα μάτια μου, μόνο σιωπή και παράπονο./ Στα χείλη μου ανάμεσα ένα τριαντάφυλλο,/

κι απ’ αυτό, κρεμασμένο, σαν ένας γυλιός, /με τα υπάρχοντα όλης μου της ζωής εδώ κάτω,

ένα χαμόγελο.

 

Θα κλείσω με τον Τάσο Λειβαδίτη, έναν από τους πιο ευαίσθητους Έλληνες ποιητές, με πολύ δυνατή πένα, και το μνημειώδες ποίημά του «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος», απολύτως προφητικό ποίημα, σε σχέση με τις «πονηρές ημέρες» που ζει ο πλανήτης μας σήμερα.

 

(αποσπάσματα)

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές,

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες -μα δεν θα κάνεις ούτε βήμα πίσω…

Μια στιγμή να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται

την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες… Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος μπορεί να χρειαστεί να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Να μπορείς να σταθείς μπροστά τα έξι ντουφέκια σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκερο το μέλλον. Να μπορείς, πάνω από την ομοβροντία που σε σκοτώνει, εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, θα πρέπει να το αποδεικνύουμε καθημερινώς κι όχι να κλείνουμε τα μάτια για να μη βλέπουμε γύρω μας, λες και δεν μας αφορά ο βιασμός της ψυχής και του σώματος, που όλοι υφιστάμεθα από τους «μεγάλους» τής γης.

Κι όπως έλεγε κι ο Τσε Γκεβάρα: «Μας φαίνονταν μεγάλοι γιατί ήμασταν γονατιστοί.. Ας εγερθούμε»

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com. 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια