Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1959)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Μέρος 2ο - τελευταίο
Θα συνεχιστεί και θα κλείσει σ’ αυτό το φύλλο η αναφορά σε λέξεις, που χρησιμοποιούνται για να αντικρούσεις έναν φαφλατά, να τον ακυρώσεις με χιούμορ, να τον εκνευρίσεις, να τον σχολιάσεις, να του δώσεις ένα όνομα.
Ξεκινάμε με το σκώμμα, που σημαίνει αστεϊσμός, πείραγμα, ετυμολογούμενο εκ του σκώπτω. Σκώψ είναι ένα είδος κουκουβάγιας. Το σκώπτω ουσιαστικώς είναι το ρ. σκάπτω (=σκάβω, με α>ω) αλλά με την μεταφορική του έννοια ως πειράζω, κεντρίζω, ερεθίζω, τσιγκλάω, περιγελώ, αστεΐζομαι με κάποιον. Σκώπ-μα >σκώμμα, με πμ>μμ.
Ο δριμύς πειραχτικός λόγος λέγεται κερτομία, εκ του κέαρ/κηρ (=καρδιά) + τέμνω. Του σπαράζει δηλ. την καρδιά. Πόσο δηκτική, στ’ αλήθεια, λέξη!
Επίσης συνήθως, ο τσιρίδας της ιστορίας μας είναι κατ’ επάγγελμα συκοφάντης, εκ του σύκο+φαίνω (=φανερώνω).
Η συκοφαντία όμως πόθεν; Υπάρχουν πολλές εκδοχές περί την λέξη αλλά θα παραθέσω μόνο μία, αυτήν που καταγράφει ο Ζηνόδωρος (γραμματικός του 2ου π.Χ. αιώνα) και που ίσως πολλοί από σας έχετε ακούσει στο σχολείο. Κάποτε, λοιπόν, είχε πέσει λιμός στην Αθήνα και ο δήμος ενέκρινε ψήφισμα που απαγόρευε την εξαγωγή σύκων. Όποιοι κατήγγειλαν άλλους ψευδώς ότι εξάγουν σύκα, ονομάστηκαν συκοφάντες. «Οἱ δὲ λέγουσιν ὅτι λιμοῦ γενομένου ἐν Ἀθήναις ψήφισμα ἐγένετο μὴ ἐκφέρειν σῦκα· ἐπιτηροῦντες οὖν τινὲς ἐκφέροντα σῦκα διέβαλλον, καὶ παρὰ τὸ περὶ σύκων φάναι, συκοφάντης ὁ ψευδῶς περὶ σύκων φαίνων».
Μερικούς αιώνες αργότερα ο Πλούταρχος μας πληροφορεί, χωρίς όμως να αναφέρει κάτι περί λιμού: «κεκωλυμένου γὰρ ἐκφέρειν τὰ σῦκα μηνύοντες καὶ φαίνοντες τοὺς ἐξάγοντας ἐκλήθησαν “συκοφάνται”».
Τα ίδια και ο Αθήναιος, που επικαλείται παλιότερο σύγγραμμα του Ίστρου: «Ἴστρος δ’ ἐν τοῖς Ἀττικοῖς οὐδ΄ ἐξάγεσθαί φησι τῆς Ἀττικῆς τὰς ἀπ’ αὐτῶν γινομένας ἰσχάδας͵ ἵνα μόνοι ἀπολαύοιεν οἱ κατοικοῦντες· καὶ ἐπεὶ πολλοὶ ἐνεφανίζοντο διακλέπτοντες͵ οἱ τούτους μηνύοντες τοῖς δικασταῖς ἐκλήθησαν τότε πρῶτον συκοφάνται».
Με λίγα λόγια, απ’ ό,τι φαίνεται από τις παραπάνω μαρτυρίες, μάλλον δεν επετρέπετο να εξάγονται τα σύκα από την Αττική, για να τα απολαύουν μόνον οι εκεί κατοικούντες. Όσοι, λοιπόν, αντιλαμβάνονταν τους κλέφτες-εξαγωγείς και τους κατέδιδαν στους δικαστές, ονομάστηκαν συκοφάντες.
Η συκοφαντία ως όρος μετέπεσε αργότερα σε κατηγορία «ψευδήν, πονηράν και μοχθηράν», κι όπως γράφει κι ο Σουΐδας, το «ψευδώς τινος κατηγορείν».
Το σύκο είναι ο σάκος, με α>υ, επειδή ομοιάζει με σάκο. Ο σάκος εκ του σάγη (=φορτίο αποσκευών οδοιπόρου), προερχόμενο εκ του ρ. εισάγω.
Τους θρασείς, που φωνασκούν με ευκολία, χωρίς ουσιαστικώς να έχουν να πουν κάτι το σημαντικό, αυτούς που συκοφαντούν επίσης με ευκολία, ποντάροντας προφανώς σε …πλάτες, τους αντιμετωπίζεις ευθέως με τον ψόγο, την μομφή, τον μώμο, την λώβη, την στηλίτευση της πρακτικής τους και γιατί όχι και με τον προπηλακισμό τους.
Να τα πάρουμε με την σειρά.
Ο ψόγος εκφράζει μομφή, αποδοκιμασία, και ετυμολογείται εκ του ψέγω (=κατακρίνω, υβρίζω, μέμφομαι), του οποίου η ρίζα είναι το ρ. σπάω, που με σπ>ψ έγινε ψάω (=τρίβω, διαλύομαι σε σκόνη, εξαφανίζομαι, ομαλύνω) κι από κει έχουμε το ψάλλω (ψά-ω >ψάν-ω >ψάλ-νω, με ν>λ, ψάλ-λω, με λν>λλ), που σημαίνει αποσπώ, μαδώ, εγγίζω δυνατά, παίζω με τα δάχτυλα έγχορδο όργανο αλλά και άδω, εξ ου και το ψέλνω. Ψάλλω >ψέλλω, με α>ε, >ψελλίζω + άγω >ψέγω. Μάλιστα η καθομιλουμένη διασώζει την πολύ χαρακτηριστική έκφραση, «του τα έψαλα ένα χεράκι».
Μια άλλη άποψη υποστηρίζει πως το ψέγω προήλθε από το επιφώνημα ψο (= φτού)!
Η μομφή και η μέμψις σημαίνουν κατηγορία. Το Ετυμολογικόν το Μέγα ετυμολογεί εκ τού μέμφομαι (=λαμβάνω). Ο Βασδέκης όμως καταθέτει μια άποψη, που με βρίσκει περισσότερο σύμφωνο, εκ του μένος (ν>μ) + φημί (η>ο), λέγω δηλ. κάτι εναντίον κάποιου με μανία.
Η μομφή, η μέμψις, λέγεται αλλοιώς μώμος ή μώκος ή μύμαρ και δηλώνει τον εμπαιγμό, τον περίγελω. Ο Ησύχιος μας πληροφορεί πως ετυμολογείται εκ του ρ. μυμαρίζω (=γελοιάζω). Το μυμαρίζω όμως είναι το ρ. μύζω (=μουγκρίζω, γογγύζω, προς δήλωση δυσαρέσκειας) με αναδιπλασιασμό.
Υπήρχε μάλιστα και θεός τού ψόγου, ο Μώμος.
Λώβη σημαίνει χλεύη, ύβρις, σημαίνει όμως και πιο δραστική ενέργεια, όπως φθορά, βλάβη, κακοποίηση. Ετυμολογείται εκ του ρ. λυμαίνομαι (=κακοποιώ, βλάπτω, κακομεταχειρίζομαι) και το παράγωγο λύμη. Λύμη >λύμβη >λύβη >λώβη, με υ>ω.
Στηλίτευση θα πει διασυρμός, εμπαιγμός δι’ αναγραφής σε δημόσια στήλη. Η ετυμολογία της είναι το ρ. στέλλω (=στήνω, τοποθετώ, και άλλες πολλές έννοιες), το οποίο προέκυψε εκ του ρ. ίστημι και συγκεκριμένα το απαρέμφατο του αορίστου, στήναι, με η>ε και ν>λ. Ο μέλλων του στέλλω κάνει στελώ και ο αόριστος έστειλα.
Τέλος, προπηλακισμός στην κυριολεξία είναι πετάω πηλό (=λάσπη) σε κάποιον, τον περιλούζω με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω. Ετυμολογείται εκ του πηλού κι αυτός εκ του πλάσσω. Πλαστός >πλασός >παλσός (λα>αλ) >πηλός (α>η).
Όπως θα αντιληφθήκατε, έχουμε κι εμείς όπλα εναντίον αυτών που ασεβούν θορυβωδώς, που μας ταράζουν το νευρικό σύστημα με τις ακατάσχετες μπουρδολογίες τους, που υβρίζουν την νοημοσύνη μας, προσπαθώντας να μας πείσουν πως το άσπρο είναι μαύρο και τανάπαλιν.
Με άλλα λόγια, έχουσι γνώσιν οι φύλακες, αρκεί να πεισθούμε πως εμείς είμαστε οι φύλακες κι όχι κάποιοι άλλοι.
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com.

Αφήστε ένα σχόλιο