Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1958)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –157

 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*



Μέρος 1ο

 

Και πού να δείτε τι σας έχω σήμερα! Στα δύο προηγούμενα φύλλα είπαμε για τον ακατάσχετο μπουρδολόγο, τον φλύαρο, τον φαφλατά αλλά και για το μέτρο που πρέπει να υπάρχει γενικώς στην ζωή μας. Η ελληνική γλώσσα έχει ένα σωρό λέξεις -πάντα με μια λεπτή διαφορά μεταξύ τους- για να αντιμετωπίσεις τον φλύαρο, όχι όμως στα ίσια (γιατί θα σε κερδίσει κατά κράτος, «δεν θα πάρεις χαρτωσιά», όπως λέμε στην καθομιλουμένη) αλλά κάνοντάς τον να σκάσει, με όπλο την ειρωνεία και κάποιες φορές, όταν η περίσταση το απαιτεί, «να του τα χώνεις» κιόλας. Να γίνουμε δηλ. όλοι κατάλαλοι, επίθετο που σημαίνει αυτόν που ομιλεί εναντίον κάποιου.

 

Πρώτα-πρώτα η ειρωνεία. Γράφει το Λεξικό Σουΐδα: «εἴρων ὁ πάντα παίζων καὶ διαχλευάζων διὰ λόγων, παρὰ τὸ εἴρω, τὸ λέγω». Το ουσιαστικό ειρωνεία ερμηνεύεται υπό του ιδίου Λεξικού σε «χλεύη ἢ ὑπόκρισις». Την ειρωνεία την δίδαξε και ο μεγάλος Σωκράτης ως προσποιητή άγνοια αλλά και ως σαρκασμό μετά λεπτότητος.

Μάλιστα στον Σουΐδα γίνεται λόγος για τα είδη τής ειρωνείας, που είναι τέσσερα: «(η ειρωνεία) διαιρεῖται εἰς δ΄, εἰς χλεύην, μυκτηρισμόν, σαρκασμόν, ἀστεϊσμόν». Το ίδιο, με μια μικρή διαφορά υποστηρίζει και ο Αλέξανδρος (ρήτωρ και σοφιστής, Φυσιογν. 23): «Εἴδη δὲ τῆς εἰρωνείας τέτταρα: ἀστεϊσμός, μυκτηρισμός, σαρκασμός, χλευασμός».

 

Ας ξεκινήσουμε από την χλεύη, τον χλευασμό. «Χλευασμὸς ἐστὶ λόγος μετὰ μειδιάματος προφερόμενος, ὡς ὅταν τὸν ῥιψάσπιδα ἐπιγελῶντες, ἀνδρεῖον πολεμιστήν λέγομεν» (Rhetores Graeci, Leonardi Spengel, εκδ. Λειψίας).

Η ετυμολογία του ρ. χλευάζω, κατά τον Βασδέκη, είναι εκ του γελοιάζω >γλεοιάζω (ελ>λε) >χλευάζω (γ>χ και οι>υ).

 

Η αείμνηστη Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου υποστηρίζει πως προέρχεται εκ του χλίω (=θερμαίνω), λέμε δηλ. θερμά λόγια αλλά στην ουσία επιγελούμε (=κοροϊδεύουμε) και λέμε με χαμόγελο στον ρίψασπι πόσο ανδρείος πολεμιστής είναι.

Διαλέγετε και παίρνετε…

 

Ο μυκτηρισμὸς, κατά τους Liddell & Scott, είναι «ὁ διὰ τῶν μυκτήρων ἐμπαιγμός, περίγελως· ἀπάτη, ἐξαπάτησις» (Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402)· παρὰ τοῖς ῥήτορσιν εἶδος εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι λόγος διασυρτικὸς μετὰ τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς ὅταν ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν ἔργον ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ πνεῦμα διὰ τῶν ῥινῶν» [Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724].

Να το κάνουμε πιο λιανά και κατανοητά στην νεοελληνική, μυκτηρισμός είναι όταν κοροϊδεύουμε κάποιον, που έχει κάνει κάτι κακό ή ατυχές, λέγοντάς του πόσο καλά το έκανε και πόσο συνετός είναι, βγάζοντας αέρα κι ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια μας.

 

Η ετυμολογία ανάγεται στο ηχομίμητο ρ. μύω, μυέω, που σημαίνει είμαι κλειστός, κλείνω τα μάτια, το στόμα, ρήμα που έχει δημιουργηθεί εκ του ήχου που κάνουμε όταν έχουμε μεν κλειστό το στόμα αλλά οι φωνητικές χορδές πάλλονται και παράγουν κάτι σαν μουγκρητό, όπως το μοσχάρι, ας πούμε, που μουεί, μουγκρίζει, χωρίς ουσιαστικώς να φαίνεται πως ανοίγει διάπλατα το στόμα του, ή όταν εμείς ανοιγοκλείνουμε τα ρουθούνια μας. Ο μυκτηρισμός έχει ως ρίζα του το παράγωγο ρ. μυκάομαι, εκ του θέματος του παρακειμένου, μέ-μυκ.

 

Ο σαρκασμός στην κυριολεξία είναι «σκληρὸς γέλως, ἀποκαλύπτων τοὺς ὀδόντας, ἐν εἴδει σαρκοβόρου ζώου». Η ετυμολογία τής σάρκας έχει αναφερθεί στο φύλλο Γ.Κ. 86 και προέρχεται εκ του ρ. άρω, αραρίσκω, είρω (=συνάπτω, συνδέω, συναρμόζω, αόρ. έρ-σα) και του παραγώγου άρτιος, με τ>κ.

 

Την ρίζα τού αστεϊσμού πιθανώς δεν την φαντάζεστε. Αστείος κυριολεκτικώς είναι ο ευγενής και ευφυής, ως κάτοικος τού άστεος, εν αντιθέσει προς τον άνθρωπο των αγρών, τον αγροίκο. Το άστυ/άστεος ετυμολογείται εκ του ίστημι, όπως προκύπτει από τις ακόλουθες μαρτυρίες. Ο Ευστάθιος διασώζει ότι «οἱ παλαιοὶ φασι πόλιν μὲν τὴν πολιτείαν, ἄστυ δὲ τὸ τεῖχος». Και ο Όμηρος όμως μας πληροφορεί «ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἱκόμεσθα ποτὶ πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος, ἡμεῖς μὲν περὶ ἄστυ κατὰ ῥωπήϊα πυκνά» (Οδύσσεια, ξ 473) [Μα όταν πια φτάσαμε στο κάστρο και στα ψηλά τείχη του και στα χαμόδεντρα χωθήκαμε, σε βάλτους και καλάμια]. Διαβάστε και μια …κομψότατη σημασία του αστεϊσμού: «Ἀστεϊσμὸς δὲ ἐστὶ λόγος διασύρων, εὐαρμόστως συντεταγμένος». Προσέξτε αντίθεση: «διασύρων» μεν αλλά «εὐαρμόστως»! Πώς λέμε «σε σφάζω με το βαμβάκι»;

 

Την λεπτότητα και τις ιδιαίτερες εννοιολογικές αποχρώσεις τής ελληνικής γλώσσας, δεν μπόρεσαν να μιμηθούν οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Έτσι για όλες αυτές τις λέξεις που προαναφέρθηκαν, μόνο μία πήρε αυτούσια την ελληνική ρίζα. Πρόκειται για τον σαρκασμό, που απαντά ακριβώς έτσι σε όλες τις ευρωπαϊκές. Λατινικά sarcasmus, γαλλικά sarcasme, ιταλικά και ισπανικά sarcasmo, αγγλικά sarcasm, και γερμανικά Sarkasmus, χωρίς προφανώς η ρίζα σαρξ να σημαίνει κάτι στην δική τους γλώσσα. Ένα αυθαίρετο δάνειο της ελληνικής και μόνο.

 

Και στο επόμενο φύλλο θα συνεχιστεί η παράθεση λέξεων εναντίον τού φαφλατά.

Συνεχίζεται… 

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com. 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια