Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1956)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –155

 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

Πολλοί, αν όχι όλοι, θα έχετε ακούσει την φράση, «τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν», που έκανε αναφορά στην συνήθεια των Λακεδαιμονίων (Σπαρτιατών) να μη μιλάνε πολύ, να λένε λίγα και ουσιώδη και ουσιαστικώς την χαρακτήριζε (την συνήθεια) ως σοφία (φιλώ+σοφία =αγαπώ την σοφία).

Βεβαίως, δεν ήταν μόνον οι Λάκωνες αλλά όλοι γενικώς οι Έλληνες αντιπαθούσαν

τα πολλά λόγια, την πολυλογίαν, την ἀσιγησίαν (δεν το βουλώνουν ποτέ).

Άλλο, πιο άγνωστο, απόφθεγμα λέει: «Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖσσον ἢ σιγὴν ἔχε» [Ή λέγε κάτι καλλίτερο απ' την σιγή, ή σώπαινε] ή το περεμφερές «Τὸ σιγᾶν κρεῖττον τοῦ λαλεῖν».

Κι άλλο: «Πολυλογία πολλὰ σφάλματα ἔχει, τὸ δὲ σιγᾶν ἀσφαλές».

Όπως δε τονίζει ο φιλόσοφος, Ζήνων, «Ἡ φύσις ἡμῖν γλῶτταν μὲν μίαν, δύο δὲ ὦτα παρέσχε, ἵνα διπλασίονα ὤν λέγομεν ἀκούωμεν» [Η φύση μας έδωσε μία γλώσσα και δύο αυτιά, ώστε να ακούμε τα διπλάσια απ’ όσα λέμε]. Φοβερό, ε;

Στις επιστολές 80, 81, του Απολλώνιου του Τυανέως, γράφονται τα εξής:

«Σιμωνίδης ἔλεγε μηδέποτε αὐτῷ μεταμελῆσαι σιγήσαντι, φθεγξαμένω δὲ πολλάκις» [Ο Σιμωνίδης έλεγε πως δεν μετάνοιωσε ποτέ όταν σιγούσε, αντιθέτως μετάνοιωσε πολλές φορές όταν μίλαγε].

«Οἱ κράτιστοι τῶν ἀνθρώπων βραχυλογώτατοι» [Οι πιο καλοί-σοφοί τών ανθρώπων είναι αυτοί που μιλάνε λίγο].

 

Θα μου πείτε γιατί σας τα λέω όλα αυτά, πού το πάω; Ε, σιγά που δεν καταλάβατε! Ένα νούμερο με περικεφαλαία κυριαρχεί στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα, ένα ασύδοτο και θρασύτατο σούργελο, που όχι μόνον δεν βάζει γλώσσα μέσα του αλλά μας έχει κλονίσει το νευρικό σύστημα, όποτε το …Σύστημα (πολλάκις και αδιαλείπτως) τον παίζει στο γυαλί (κυριολεκτώ, ε;) απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ.

 

Ακούστε τι λέει ο Πλάτων στον Θεαίτητο (1 54): «Ἡ μὲν γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν, ἡ δὲ φρὴν (=νους, μυαλό) οὐκ ἀνέλεγκτος». Τα ’γραψε, όπως αντιλαμβάνεστε, μη έχοντας κατά νουν πως θα ενσκήψει το «φαινόμενο» που περιγράφω.

Πλην λοιπόν, των όσων αποφθεγμάτων ανέφερα και των όσων στην συνέχεια εμβολίμως θα καταθέσω, έψαξα και βρήκα αρχαιοελληνικά επίθετα, που χαρακτηρίζουν τον φαφλατά, τον …εμφυτευματομάλλη της ιστορίας μας, μαζί με τις ετυμολογίες τους.

Πάρτε χαρτί και μολύβι!

 

Φλύαρος, εκ του φλύω (=υπερχειλίζω). Από την ίδια ρίζα είναι και το σημερινό φαφλατάς ή φαρφαράς ή φανφαρόνος. Φλεδονεία είναι η φλυαρία ή φλυαροκοπία ή φλυαρολογία ή φληναφία. Φλήναφος ή φλήφος είναι ο μωρολόγος, εκ του φλέω (=είμαι πλήρης).

 

Λάλος είναι αυτός που λαλάει (=ηχομίμητο, εκ του λα, λα, λα) πολύ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν συμφορά να σου τύχει «λάλος γείτων».

 

Αδολέσχης ή αδόλεσχος είναι αυτός με ακατάσχετη φλυαρία, με το ουσιαστικό να είναι η αδολεσχία. Ετυμολογείται εκ του άδην (=αρκετά) + λέσχης (εκ του λέγω). «Γλώσσης περίπατος ἐστὶν ἀδολεσχία», λέει ο Αστυδάμας, και «Ἄηδες ἀνὴρ ἀδολέσχης» (ο φλύαρος άνδρας είναι αηδία), ο Πλάτων (Θεαίτητος, 104).

 

Λάκερος ή λακέρυζος είναι αυτός που φωνασκεί υψηλοφώνως και λακερολογία η υψηλόφωνη φλυαρία. Ετυμολογείται εκ του λάσκω (=κραυγάζω). Εδώ να σημειωθεί πως λακέτα έλεγαν οι αρχαίοι τον τζίτζικα, λακέτα μπορούμε κι εμείς ανέτως να αποκαλούμε τον δικό μας …τρυπητήρα!

Ληρολογία, λήρημα, ληρωδία και λήρος, λέγεται η ανόητη φλυαρία. «Σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν» αλλά εξαιρείται ο εν λόγω, που έχει το ελεύθερο να λειτουργεί κατά βούλησιν.

Την λέξη λήρος την βρίσκουμε συνήθως εν συνθέσει, ως παραλήρημα. Είναι ηχομιμητική λέξη, που προέρχεται από το συνεχές λαλαλα + ρέω>ροή. 

 

Λαβροστομία ή λαβρεία και λάβρος, ο ορμητικός, ο οποίος θα μπορούσε να ειπωθεί και ως λαβρόστομος. Το πρώτο συνθετικό τού λάβρος είναι το επιτατικό λα (εκ του ρ. λω=θέλω) και το δεύτερο συνθετικό το βρόμος (=μεγάλη ταραχή, οργή, μανία, εκ του βρυχάομαι). Το επίθετο λάβρος σημαίνει τον βίαιο, τον ορμητικό, τον σφοδρό και δευτερευόντως τον άπληστο, τον λαίμαργο.

 

Απεραντολογία, απεραντολόγος: Αυτός που δεν έχει τέλος στον λόγο του, εκ του στερ. α+πέρας+λόγος, το ατελευτήτως ομιλείν.

 

Ακριτομυθία, ακριτόμυθος: Ο ακρίτως, ο άνευ κρίσεως ομιλών.

 

Αθυροστομία, αθυρόστομος: Αυτός που το στόμα του δεν διαθέτει θύρες. Μπα, τέτοιο πράγμα ο δικός μας απύλωτος;

 

Στομαργία, στόμαργος: Στόμα+αργός (=ταχύς). Η στομαργία λέγεται και ταχυγλωσσία, με το αντίθετο να είναι η βραδυγλωσσία ή βραδυστομία.

 

Γλωσσαλγία είναι η ομιλία χωρίς τέλος (άλγος+γλώσσα), μέχρι να πονέσει η γλώσσα. Λέγεται και στομαλγία.

 

Ύθλος είναι η ληρολογία, που μοιάζει με τις συζητήσεις των γριών (γραῶν ὕθλος), εκ του υς (=χοίρος) + λέω, με σ>θ.

 

Ερεσχελία, ερεσχελής: κακεντρεχής φλυαρία, «παρὰ τὸ ἔρις ἐν τοῖς χείλεσι» (Ετυμ. το Μέγα).

 

Κακεντρεχής αυτός (κακός+εν+τρέχω = αυτός που χαίρεται με την δυστυχία των άλλων); Μπα, αυτός στάζει μέλι για τους συνομιλητές του, με μια ευγένεια παροιμιώδη τον έχουμε γνωρίσει κι έτσι παραμένει. Ο κεκράκτης, εκ του κράζω (=φλύαρος, κραυγάζων, φωνακλάς), δηθαγόρος, ο επί μακρόν αγορεύων (δήθα =πολύ), ο τανύγλωσσος, ο έχων μακριά γλώσσα (τανύω =τείνω), ο ωτοκοπών, ο μας έσπασε τα τύμπανα [ουσιαστικοποιημένη μετοχή του ρ. ωτοκοπώ, δηλ. κτυπώ τα ώτα (ους+κόπτω)], ο αερολέσχης, ο αερόμυθος (πώς λέμε «λόγια του αέρος»);

 

Είναι δυνατόν να σκέφτεστε τέτοια κακά πράγματα γι’ αυτόν τον ...άγιο άνθρωπο;

 

Θα μπορούσα να γράψω άλλα τόσα αλλά σέβομαι τον χώρο που μου διατίθεται, καταλήγων μόνο στο πόσο θαυμαστή είναι η γλώσσα μας, με πόσο απίστευτο πλούτο, πόση ποικιλία, πόση ευελιξία, πόση ακρίβεια!!!

 

*Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com. 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια