Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1944)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –143

 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 

Μα κανένα από όλα αυτά τα παγκόσμια τομάρια, που καθημερινώς παρελάζουν με βαρύγδουπο ύφος στους δέκτες μας, να μη χύνει έστω ΕΝΑ δάκρυ γι’ αυτό το μακελειό που συμβαίνει σε ζωντανή μετάδοση μπροστά στα μάτια μας; Κανένα να μην τολμά να πει την αλήθεια; Τρέμουν όλοι για το «ψωμάκι» τους και για την εικόνα τους, αφού όλοι τους είναι εκβιαζόμενοι!! Τι, τζάμπα δουλεύουν οι κάθε λογής Daddyδες; Τζάμπα καταγράφουν όλα τους τα «κατορθώματα»; Βρωμιά και δυσωδία παντού, πίσω από κλειστές πόρτες, κι εμείς να ψάχνουμε να βρούμε μια ακτίνα φωτός να ελπίσουμε!!

 

Τρεις λέξεις σας έχω σήμερα για ετυμολόγηση.

Η πρώτη είναι το δάκρυ. Περίφημη η διαδρομή τής λέξης, μέχρι την τελική της μορφή.  

Δάκρυ, στην καθομιλουμένη, δάκρυον ή δάκρυμα, στην αρχαία, προερχόμενο εκ του ρ. δήκω ή δάκνω (=δαγκώνω) >δάκνυον >δάκρυον, με ν>ρ. Μα, θα πει κάποιος, τι σχέση μπορεί να έχει το δαγκώνω με το δάκρυ. Το Ετυμολογικόν το Μέγα έχει την απάντηση, μεταφέροντας την άποψη του Αριστοτέλη: «Δάκρυον... παρὰ τὸ δήκω τὸ δαγκώνω ἤ παρὰ τὸ δάκνω, δάκνυον καὶ δάκρυον. δακνομένης γὰρ τῆς ψυχῆς ἤ τῆς καρδίας, ἐξέρχεται τὸ δάκρυον», δαγκώνεται δηλ. η ψυχή ή η καρδιά για να τρέξει το δάκρυ. Και συνεχίζει περί του δάκνω. «…παρὰ τὸ δα ἐπιτατικὸν μόριον καὶ τό καίνω, τό κόπτω, γίνεται δακαίνω ἐξ οὗ καὶ τό δαγκώνω, ἀποβολῇ τοῦ ι καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ, εἶτα πάλιν ἀποβολῇ τοῦ ι καὶ συγκοπῇ, δάκνω».

 

Ο Βασδέκης έχει την άποψη πως το δάκρυ προέρχεται εκ του επιτ. λα + εκρέω (έ-κρυ-σις).

Για να αντιληφθείτε πόσο λεπτολόγοι και ακριβείς ήταν οι Έλληνες σοφοί, ο Αριστοτέλης προεκτείνει το σχόλιό του και μας πληροφορεί πότε τα δάκρυα είναι θερμά και πότε ψυχρά: «Ἐὰν μὲν κλαίοντες ἀφίωμεν, θερμὰ ἐστί, ἐὰν πονοῦντες τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύομεν ψυχρά» (Προβλήματα, 959 Β), δηλ. εάν κλαίμε [προφανώς από ψυχικό πόνο] τότε είναι θερμά, ενώ από σωματικό πόνο είναι ψυχρά. Άρα τα της ψυχής δάκρυα είναι θερμά, τα του σώματος ψυχρά.

 

Ας δούμε τώρα πώς εκφράζονται για το δάκρυ οι ξένες γλώσσες.

Οι Λατίνοι το πήραν αυτούσιο εκ της ελληνικής και μάλιστα εκ της αιολικής διαλέκτου, προς την οποίαν έτρεφαν μια συμπάθεια. Το δάκρυμα [«πίμπλαται δακρύμασιν» (Αισχύλου, Πέρσαι), είναι γεμάτος δάκρυα] ή λάκρυμα (αιολ.) το έκαναν dacruma (αρχ. Λατιν.) και μετέπειτα lacruma ή lacryma. Μάλιστα το παραδέχονται και οι ίδιοι πως είναι εκ του ελληνικού «δάκρυα». «Lacrima, quod Graeci ''δάκρυα'' vocant» (Isidori, Etymologica), δηλ. το lacrima είναι αυτό που οι Έλληνες αποκαλούν δάκρυ.

Οι Γάλλοι το λένε larme, οι Ιταλοί lagrima, οι Ισπανοί lágrima, οι Άγγλοι tear και οι Γερμανοί träne, οι δύο τελευταίοι πιθανολογώ εκ του τρύω, που στην κυριολεξία σημαίνει ανοίγω τρύπα σε κάτι. Μπορεί επίσης μεταφορικώς να σημαίνει ενοχλώ ή πληγώνω, που «δένει» με το δάκνω. Όταν όμως οι Άγγλοι αναφέρονται σε κάποιον που δακρύζει λένε lachrymose, άρα χρησιμοποιούν και το λάκρυμα.

 

Η λέξη που ενσωματώνει πολλά δάκρυα είναι το κλάμα και το αντίστοιχο ρήμα, κλαίω.

Σύμφωνα με τον Βασδέκη, το ρ. ετυμολογείται εκ του καλέω (=καλώ, φωνάζω, επικαλούμαι). Καλέω >κλαέω, με αλ>λα, κλαίω, με ε>ι. Το ρήμα αναφέρεται κυρίως επί νεκρών. Αυτός που θρηνεί δηλ. αναφέρεται, φωνάζει συνέχεια τον νεκρό με το όνομά του.

Οι ξένες γλώσσες για να εκφραστούν δανείστηκαν ένα άλλο ελληνικό ρήμα, το φλύω (=υπερχειλίζω, κατακλύζω). Οι Λατίνοι είπαν το απρόσωπο βρέχει ως pluο και ploro το θρηνώ.  Οι Γάλλοι είπαν το βρέχει plevoir και το κλαίω pleurer, ενώ την βροχή pluie. Οι Ιταλοί αντιστοίχως piovere, piangere, pioggia, οι Ισπανοί llover,  llorar,  lluvia, οι Άγγλοι  rains (εκ του ραίνω, ρανίς), lament (=θρήνος, εκ του δάκρυμα, που είδαμε πιο πάνω), αλλά και pluvial (=όμβρος, βροχή). Οι Γερμανοί regnen (ομοίως εκ του ραίνω, ρανίς) και το κλαίω heulen (εκ του ολολύζω =θρηνώ γοερώς). Οι Γάλλοι λένε τον θρηνώδη pleureuse, και εξ αυτού το αντιδάνειο πλερέζα, όπως ονομάζεται το πένθιμο πέπλο.

 

Τέλος, το τολμώ ετυμολογείται εκ του τάλας, που είναι παράγωγο του ρ. α-τά-ομαι (=υποφέρω, πάσχω). Τά-νας >τά-λας, ο δυστυχής, με ν>λ. Εκ του τάλας, λοιπόν, με α>ο, προήλθε το τολμώ, η τόλμη.

 

«Θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην ἡ Ἐλευθερία», κατά τον Κάλβο, αλλά ποιος τον άκουσε; Κάτι σαν την καραμέλα της Δημοκρατίας, που όλοι την αναμασσούν αλλά ολίγιστοι την εφαρμόζουν.

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com. 

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια