Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1940)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
«Ἔστι Δίκης ὀφθαλμὸς ὅς τὰ πὰνθ’ ὁρᾷ», λέει το αρχαιοελληνικό γνωμικό, το οποίο άλλοι αποδίδουν στον Αισχύλο και άλλοι στον Μένανδρο.
Χωρίς να μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως η πατρότητα, ας μείνουμε στο νόημά του: Υπάρχει το μάτι της δικαιοσύνης που βλέπει τα πάντα.
Καταλάβατε φαντάζομαι πού το πάω κι αν όντως έχει ισχύ η φράση αυτή και στο σήμερα.
Τα βλέπει άραγε; Ποια Δίκη (=Δικαιοσύνη), ποιο μάτι; Έχει η συγκεκριμένη φράση και θεολογικές προεκτάσεις; Μήπως ο δημιουργός της αναφερόταν και στο θεϊκό μάτι, όπως βολικώς (για την θρησκεία τους) πιστεύουν οι Χριστιανοί;
Σήμερα θα δούμε μόνον από πού προέρχεται η πολύ όμορφη λέξη, οφθαλμός, μιας και ο άνθρωπος, εξ όλων των ζώων, διαθέτει το πλέον πολύπλοκο οπτικό σύστημα.
Η ρίζα της είναι η οπ + θάλαμος. Το οπ- αντλείται από τον αρχαίο παρακείμενο του ορώ >όπ-ωπα, που αποτελεί ηχομιμητικό τύπο, διότι εκ του φυσήματος φουφου ανάβει και συντηρείται η φωτιά, που τελικώς μας κάνει να βλέπουμε (φαίνω) αλλά και να ομιλούμε (φημί). Δεν είναι τυχαίο που αυτά τα δύο ρήματα έχουν κοινή καταγωγή την λέξη φάος (=φως) και μάλιστα εκ του φημί έχουμε το έπος αλλά και την οψ (γεν. οπ-ός). Δηλ. η οπ- δηλώνει και την όραση και την ομιλία. Μάλιστα, η οψ στην αρχή της φέρει F (γεν. Fοπός), άρα προέρχεται από φύσημα.
Ο θάλαμος προέρχεται εκ του θάλ-πω (=θερμαίνω, στεγνώνω, περιποιούμαι, κάνω κάτι να αυξήσει) και σημαίνει τον κοιτώνα, το εσωτερικό δωμάτιο, το άδυτο, την αποθήκη και γενικώς το σπίτι.
Πάμε ξανά στα συνθετικά της λέξης. Οπ+θάλαμος >οπθάλμος >οφθαλμός, με π>φ. Σκεφθείτε λίγο και τον φωτογραφικό θάλαμο αλλά και την φωτογραφική μηχανή. Και στις δύο περιπτώσεις αφήνεις ένα μέρος του φωτός να περάσει και να φωτίσει το φωτογραφικό χαρτί ή το φιλμ (πού το θυμήθηκα κι αυτό!).
Και μια μικρή παρατήρηση, που αφορά την οψ ή ωψ, που σημαίνει τόσο τον οφθαλμό όσο και την όψη. Δηλώνει δηλ. το πώς φαίνεσαι αλλά και το τι παρατηρείς.
Εκ του οπ-ς επίσης παράγεται η οπ-ή.
Όψεις λέγονται και οι οφθαλμοί, δηλ. τα όργανα της οράσεως. Η φράση «ὄψεις μαραίνω» (Οιδ. Τύραννος, στ. 1328) σημαίνει τυφλώνω.
Εκ του θέματος ωπ- η γλαυκώπις, η ευώπις, η Ευρώπη κλπ.
Εκ του οπ-μα >όμμα. Εκ του υποκοριστικού, ομ-μάτι-ον, το σημερινό μάτι.
Στην αιολική γλώσσα ο οφθαλμός είναι όκταλλος, ενώ στα βοιωτικά όκκαλος, με π>κ.
Ο οφθαλμός λέγεται επίσης όκκος εκ του όππος.
Γλήνη λέγεται κυρίως η κόρη τών οφθαλμών και συνεκδοχικώς ο ίδιος ο οφθαλμός: «Γλῆναι, δι’ ὧν ὁρῶμεν». Εύγληνος είναι αυτός που έχει λαμπρούς οφθαλμούς, μελίγληνος είναι ο ηδυόφθαλμος (γλυκά μάτια), ενώ μονόγληνος είναι ο μονόφθαλμος.
Φάη ή φάηκες είναι επίσης οι οφθαλμοί, διότι εξ αυτών το φως (δηλ. φωτεινοί) ή φωτός δεκτικοί (φάος =φως). Κι όπως παρατηρεί ο Πορφύριος «φάη, ἀπὸ τοῦ ἐν αὐτοῖς φωτός». Δηλ. οι οφθαλμοί «βλέπουν» μόνον όταν υπάρχει φως. Στο απόλυτο σκοτάδι είναι άχρηστοι.
Ο Όμηρος γράφει «φάεα καλά». Σκεφθείτε την λαϊκή σοφία πως «τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής», που δείχνει την πεποίθηση του λαού πως η καθαρή ψυχή και ο έξυπνος νους κάνουν τα μάτια να αστράφτουν.
Κατηφής είναι αυτός του οποίου τα μάτια είναι, κυττάζουν, κάτω (κάτω+φάη). Το ουσιαστικό είναι η κατήφεια.
Εκ του ίλλω (=στρέφω και κυττάζω) προήλθε ο ίλλος, ο οφθαλμός και εξ αυτού το της καθομιλουμένης, γίλλοι (=οφθαλμοί). Γίλος είναι ο ετερόφθαλμος (Ησύχιος). Και ο Ευστάθιος Θεσ/νίκης σχολιάζει: «ἴλλος μὲν ὁ ὀφθαλμός, ἰλλὸς δὲ ὁ στραβός». Θυμηθείτε τόν απολαυστικό Αυλωνίτη στην ταινία που έκανε τον αλλήθωρο και τον έλεγαν υποκοριστικώς γίλο (πού να θυμηθεί ο Πρόεδρος Παπαγιαννόπουλος το επώνυμό του, Σπανοβαγγελοδημήτρης).
Εκ του γίλλοι και εκ του «ἑλίσσετε βλέφαρα» (Ευριπ. Ορέστης, στ. 1266 και 1294) με την έννοια προσέχετε, παραφυλάξατε, το σημερινό «κρατάτε τσίλιες».
Πάμε τώρα στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Εκεί να δείτε πόσα πράγματα έχουν δανειστεί από την Μητέρα των γλωσσών, την ελληνική!
Ο όκκος έγινε oculus στους Λατίνους κι από κει œil στους Γάλλους, occhio στους Ιταλούς, ojo στους Ισπανούς, eye στους Άγγλους (εκ του ίδοι =οφθαλμοί) και Auge στους Γερμανούς.
Ο θάλαμος δυστυχώς αποδίδεται μόνον με την έννοια του δωματίου και η ελληνική του ρίζα είναι η καμάρα (=θολωτό δωμάτιο). Οι Λατίνοι λένε camera, οι Γάλλοι chambre, οι Ιταλοί camera, οι Ισπανοί cámara, οι Άγγλοι room, και οι Γερμανοί Kammer. Οι Άγγλοι δανείστηκαν την λατινική ρίζα, rus (=αγρός), που κι αυτή όμως έχει ελληνική προέλευση, εκ του αρούς (=λιβάδια, κατά τον Ησύχιο), δηλ. εκτεταμένος χώρος.
Να φυλάγεστε από τους οφθαλμούς της Δίκης, της …δικής μας, όχι των αρχαίων, διότι σε πολλές των περιπτώσεων το παίζει Γίλος, που το ’να μάτι έπαιζε ξερή και τ’ άλλο τάβλι, και δεν «ορά τα πάνθ’», τα πάντα. Μόνο ό,τι την συμφέρει…
*Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com.
Αφήστε ένα σχόλιο