Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1932)

 Λέξεις της επικαιρότητος –104

 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 

Το ερώτημα, που νομίζω πλανιέται στα χείλη κάθε Έλληνα αυτήν την στιγμή, είναι «μπορούμε να νικήσουμε;» τον πανίσχυρο εχθρό που μας καταδυναστεύει, το κράτος, δηλ. την ισχύ, την σκληρότητα; Κι αν ναι, με ποιο τρόπο; Μόνος του ο καθένας, πολλοί μαζί, προσδεδεμένοι στο άρμα κάποιου ισχυρού, υπό την αιγίδα του; Έχουμε την δύναμη να παραστήσουμε το αλεξικέραυνο έναντι ενός ισοπεδωτικού κεραυνού;

Ρητορικό και ουσιαστικό είναι το ερώτημα που θέτω, και στο οποίο πιστεύω πως θα δοθούν απαντήσεις μέσω της δύναμης, της ακρίβειας της ετυμολογίας.

 

Ας ξεκινήσουμε με την ισχύ, τόσο του κράτους όσο και την δική μας εάν αποφασίσουμε να αντιταχθούμε.

Η λέξη προέρχεται εκ του ρήματος ίσχω, το οποίο ουσιαστικά είναι το ρήμα έχω, και δη του θέματος του αορίστου, έσχ-ον, με ε>ι, και σημαίνει ό,τι ακριβώς και το έχω: Κρατώ, επιτηρώ, αποκρούω, προφυλάσσω, είμαι ικανός, σταματώ, κυβερνώ, καταλαμβάνω και πολλές άλλες σημασίες. Άρα, η ισχύς είναι η δυνατότητα να καταφέρεις όλα τα παραπάνω, τα οποία προφανώς χρειάζονται αποφασιστικότητα και δύναμη.

 

Η δύναμις όμως πόθεν;

Εκ του ηχομίμητου τανύω, με τις έννοιές του όλες να σχετίζονται με την ρίψη βέλους, όταν τανύουμε >εκτείνουμε την χορδή (ο ήχος τανν.. τής χορδής, όταν φεύγει το βέλος). Εκ του τανύω, λοιπόν, με τ>δ και α>υ προήλθε η δύναμις, ακριβώς γιατί το να τεντωθεί η χορδή προϋποθέτει δύναμη, ισχύ.

 

Εδώ έχουμε ναι μεν συναφείς λέξεις ως προς την έννοια (ισχύς-δύναμις) αλλά οι ξένοι δεν ήταν της ίδιας άποψης και επέλεξαν …περίεργες ελληνικές ρίζες για κάθε περίπτωση.

Οι Λατίνοι είπαν τον δυνατό potis, εκ του ελληνικού πότης ή πόσις (=ανήρ, κύριος, δεσπότης), οι Γάλλοι το δύναμαι pouvoir, οι Ιταλοί potere, οι Ισπανοί poder, οι Άγγλοι power (=δύναμη) και can (=δύναμαι), ενώ οι Γερμανοί Können (=δύναμαι). Το can των Άγγλων και το Können των Γερμανών εκ του γι-γνώσκω, αφού η γνώσις είναι δύναμις.

 

Πάμε τώρα στην ισχύ. Οι Λατίνοι λένε τον δυνατό, τον εύρωστο fortis, εκ του ελληνικού φόρτος (=βαρύ φορτίο). Οι Γάλλοι fort τον δυνατό και force την δύναμη, οι Ιταλοί forte και forza αντιστοίχως, οι Ισπανοί fuerte και fuerza, οι Άγγλοι fort (=φρούριο, αυτό που μπορεί να φέρει οχύρωση) και force, και οι Γερμανοί Fort (=φρούριο) και forte.

 

Να προσδεθούμε στο άρμα κάποιου είναι μια λύση, για να έχουμε μεγαλύτερη ισχύ, δύναμη. Να έχουμε την αιγίδα του.

Το άρμα εκ του άρω ή αραρίσκω (με αναδιπλασιασμό), που ετυμολογείται εκ του α (=εδώ σημαίνει πολύ, ευ) + ράπτω, ραφή. Α-ράφω >αράω (με αποβολή του φ, με σκοπό την γενίκευση, όπως άρα) >άρω. Το ρήμα στο σύνολό του σημαίνει συνάπτω, συναρμόζω, κτίζω, ταιριάζω, προσαρμόζω. Το άρμα, λοιπόν, είναι το προϊόν τής συνάρμοσης του ίππου με τα μέρη, τα οποία σύρει.

 

Εξίσου όμως πειστική είναι και η ετυμολόγησή του εκ του ορμάω: Όρμος (με δασεία, εκ του φ-έρω, φορά) + μάω (=σπεύδω). Φ-ερ >φ-ορ+μάω > ορ+μάω >άρ-μα, με ο>α.

Ο εξοπλισμός, τα παντός είδους όπλα, ονομάζονται και άρμενα, εκ του ρ. άρω >αρμόττω. Το πλοίο αρμενίζει με όλα του τα άρμενα. Ο Ιπποκράτης, όταν συμβουλεύει πώς πρέπει να στηθεί το χειρουργείο, τονίζει «όπου το σώμα, τα άρμενα», δηλ. τα χειρουργικά εργαλεία πρέπει να τοποθετούνται πλησίον αυτού που χειρουργείται. Το Ετυμολογικόν το Μέγα επεξηγεί πως άρμα σημαίνει και δόρυ, ασπίδα, θώρηκα. Εξ αυτού (άρμενα) οι Λατίνοι ονόμασαν μόνον το πολεμικά όπλα arma, που το χρησιμοποιούμε κι εμείς ως αντιδάνειο. Εκ της λατινικής οι Γάλλοι είπαν τον όπλο arme και τον στρατό armée, οι Ιταλοί αντιστοίχως arma & armata, οι Ισπανοί arma & armada, οι Άγγλοι arms & army, και οι Γερμανοί Armee τον στρατό. Θυμηθείτε πώς αποδίδεται ο εφ-οπλιστής στα γαλλικά και τα ιταλικά: Armateur & armature.

 

Η αιγίς/ίδος σημαίνει την ασπίδα τού Διός, που εκπέμπει τρόμο και έκπληξη, αλλά και την ορμητική θύελλα. Ο μύθος λέει πως τον Δία τον είχε κρύψει η μητέρα του, Ρέα, στο Ιδαίον Άντρον (ένα σπήλαιο στο όρος Ίδη της Κρήτης), για να γλυτώσει από τον πατέρα του, τον Κρόνο, που έτρωγε τα παιδιά του. Η Αμάλθεια ήταν η τροφός του θεού, μια κατσίκα (=αίγα), από το κέρας τής οποίας τρεφόταν ο Δίας με γάλα και μέλι.

Το δέρμα της, χρησίμευσε στο να κατασκευασθεί η ιερή ασπίδα τού Διός αλλά και της Αθηνάς, η αιγίς, εκ της Αιγός Αμαλθείας, διότι το δέρμα της ήταν άτρωτο και αδιαπέραστο ακόμα κι από τον κεραυνό τού κορυφαίου τών Θεών. Όταν ο Ζευς κουνούσε την αιγίδα του τότε έπεφταν απανωτοί κεραυνοί απ’ αυτήν, με αποτέλεσμα την ...καταιγίδα (κατά+αιγίς), ενώ όταν έθετε κάτι υπό την προστασία τής αιγίδος του, αυτό δεν πάθαινε το παραμικρό. Γι’ αυτό και σήμερα λέμε «υπό την αιγίδα του», δηλ. «υπό την προστασία του».

Η αιγίς ετυμολογείται εκ του ρήμ. αΐσσω (=ορμώ, αναγκάζω, βιάζω), το οποίο προήλθε εκ του επιτ. α + ίκω (η ρίζα του το ίημι). Η αιξ (α-ικ >α-ιγ >α-ιγς >α-ιξ >αιξ) της αιγός είναι η κατσίκα, ενώ αίγες λέγονται και τα υψηλά κύματα.

 

Τέλος, η νίκη είναι παράγωγο του ρήμ. νικώ, που επίσης έδωσε το νείκος (=οργή), εκ του αρν. νη+fείκω (=υποχωρώ). Νικώ, σημαίνει διά του Νοός ίκω (=φθάνω) στον σκοπό μου, στην επικράτηση. Δεν αρκεί μόνον η γενναιότητα, δεν αρκούν τα όπλα. Γράφει ο Ξενοφών «οὔτε πλῆθὸς ἐστι οὔτε ἰσχὺς ἡ ἐν τῷ πολέμῳ τὰς νίκας ποιοῦσα...». Ή ο Ευριπίδης «Σοφὸν γὰρ ἕν βούλευμα, τὰς πολὰς χέρας νικᾷ». Είναι όμως απαραίτητο και το στρατηγικό σχέδιο: «Νίκη, τέλος (=σκοπός) στρατηγικῆς» διευκρινίζει ο Αριστοτέλης.

 

Το ελληνικό ρήμα fείκω (βείκω) απετέλεσε την ρίζα του λατινικού vi(n)co (με το ένρινο πρόσφυμα n), με την έννοια του νικώ, διότι δεν ...υποχωρώ, μ’ αρέσει η έχθρα, η μάχη. Εκ της λατινικής οι Γάλλοι είπαν το νικώ vaincre και την νίκη victoire, οι Ιταλοί αντιστοίχως vincere & vittoria, οι Ισπανοί vencer & victoria, οι Άγγλοι victory (=νίκη), και οι Γερμανοί Gevinnen (=νικώ).

 

Τι λέτε, λοιπόν; Έχουμε τις προϋποθέσεις να νικήσουμε το …τέρας;

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com. 

 

  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια