Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1928)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Τεράστιος ο σπαραγμός των ανθρώπων που έχασαν τα παιδιά τους, ο πόνος, η οδύνη τους, η θλίψη τους, η λύπη τους, η οργή και ο θυμός τους, γι’ αυτούς που το επέτρεψαν, που το υπέθαλψαν, που το ανέχτηκαν, γι’ αυτούς που τους κοροϊδεύουν μπρος στα μούτρα τους, για τους ψυχρούς κι απάνθρωπους πολιτικάντηδες, που προσπαθούν πάση θυσία να γλυτώσουν τα τομάρια τους από την μήνιν, το νείκος, γι’ αυτούς που κοιμούνται ήσυχοι, δίχως τύψεις…
Από πού ν’ αρχίσω και ποια λέξη να διαλέξω πρώτη να ετυμολογήσω; Πώς να μη θαυμάσω τον πλούτο της απίστευτης ελληνικής γλώσσας, με τις τόσες συναφείς αλλά όχι ίδιες έννοιες;
«...Μια γλώσσα όπως η ελληνική, όπου άλλο πράγμα είναι η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάγχνα και άλλο τα σωθικά...» (Οδ. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος).
Λύπη, λοιπόν, θλίψη, πόνος, οδύνη, οργή, θυμός, σπαραγμός…
Για την λύπη διάφορα λεξικά, συγγραφείς, σχολιογράφοι, προτείνουν ποικίλες ετυμολογίες:
α) Ο Πλάτων στον Κρατύλο ετυμολογεί εκ του λύω, διαλύω, δηλ. σε διαλύει: «ἀπὸ τῆς διαλύσεως· ἐν τούτῳ τῷ πάθει ἴσχει τὸ σῶμα, ἐμποδίζει τὸ ἰέναι».
β) Εκ του λέπω =απολεπίζω, ξεφλουδίζω, δηλ. συναισθηματική εκδορά. Μήπως όμως σημαίνει και «απίσχνανσις» σώματος, δεδομένου ότι και ο «λεπτός» (ισχνός) παράγεται εκ του λέπω;
γ) Εκ του λυ-ώπη· λύει εις δάκρυα τούς ώπας (=οφθαλμούς) (Λέων, Περί Φύσεως Ανθρώπου).
δ) Εκ του ρύπη (=ρύπος ψυχής), με την συνήθη εναλλαγή λ>ρ.
ε ) Εκ του λέλοιπα (=έχω στερηθεί) του ρήματος λείπω. Κάτι μου έχει λείψει (οι>υ, λέλοιπα, λέλυπα, λύπη). Την άποψη αυτή ενισχύει ο Ζωναράς, καθορίζοντας πως «λύπη, στέρησις επιθυμίας». Πρβλ. και λυπρός =πτωχός, ο έχων ένδειάν τινος.
Η λύπη είναι επιβλαβής.
Ο Αισχύλος την αποκαλεί «θυμοβόρος λύπη» (Αγαμ. 103).
«Ἅπαν τὸ λυποῦν ἐστὶ ἀνθρώπῳ νόσος». (Αντιφάνης).
«Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποις, τίκτουσι νόσους». (Ευριπ. Απόσπ. 1071).
Και πάμε στην θλίψη, παραγόμενη εκ του ρήματος θλίβω, θλάω (=συντρίβω, σπάω , τσακίζω, συνθλίβω, πιέζω), κι αυτό εκ του τείρω>τρίβω (=συμπιέζω, συνθλίβω). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πολύ θλιμμένος αποκαλείται συντετριμμένος (εκ τού ρήματος συν-τρίβομαι). Δηλαδή, έχει γίνει «λειώμα», «σκόνη», κατά την λαϊκή έκφραση.
Ο πόνος ετυμολογείται εκ του γράμματος Π (=δηλωτικό της πιέσεως) + όνος, ονία (=βάρος).
Η οδύνη ετυμολογείται εκ του οδούς/όντος, ως δάκνουσα, αυτή που δαγκώνει. Η οδύνη έδει (=τρώγει) την ψυχή.
Η οργή στην κυριολεξία είναι η «ἐπιθυμία τιμωρίας τοῦ ἠδικηκέναι», δηλ. η επιθυμία να επέλθει τιμωρία για την αδικία που συντελέστηκε. Γι’ αυτό και κάποιος εξεγείρεται. Ετυμολογείται εκ του όρνυμι (=ορέγω + άγω, εγείρομαι), εμπεριέχει δηλ. ορμή, «οἷον ὄρεξις καὶ ἔφεσις καὶ αὔξησις τῆς ψυχῆς», κατά πως σημειώνει ο Φρύνιχος, στην Σοφιστική παρασκευή.
Όταν έλεγαν θυμός στην αρχαία Ελλάδα εννοούσαν την ψυχή, την καρδιά. Η ετυμολογία του είναι το ρήμα ιθύω (=εκ της προστακτικής ίθι, του είμι, που σημαίνει πορεύομαι κατ’ ευθείαν, εφορμώ προς τα μπρος, μαίνομαι) >θύω. Θυμός σημαίνει όμως και οργή, ως ορμητικό αίσθημα: «Παρὰ τὸ θύειν, ὁρμᾶν, καὶ αἷμα, οἰονεὶ θύαιμος ὤν. Κίνησις γὰρ αἵματος ἐν καρδίᾳ ἐστὶν ὁ θυμός», δηλ. από το θύω + αίμα προήλθε ο θύαιμος.
Σπαραγμός σημαίνει μεγάλη θλίψη, σαν να σπαράσσεται η ψυχή απ’ αυτής, μόνη της. Η ρίζα της είναι το ρήμα σπαράττω, που προήλθε εκ του σπαίρω (>σπείρω, με αι>ει = σπέρνω, διασκορπίζω τον σπόρο), που κυριολεκτικώς σημαίνει διασκορπίζω τα κομμάτια της ψυχής, σφαδάζω, + κατάληξη -αττω ή άσσω.
Όταν, λοιπόν, οι άνθρωποι οργίζονται και ευρίσκονται σε καθεστώς μεγάλου θυμού, εκτός από την κίνηση του αίματος στην καρδιά, υπάρχει και έκκριση χολής στο σώμα. Ο χόλος είναι η οργή, το χόλιασμα, ως εκ της εκκρίσεως χολής. «Οἱ χολικοὶ τύποι ὀξύθυμοι» (Γαληνός). Ο χόλος θεωρείται στιγμιαία έξαψη.
Την έννοια του έντονου εκνευρισμού, της οργής, οι ξένοι την αποδίδουν, δανειζόμενοι την ετυμολογία εκ του ελληνικού χόλος, χολή (=οργή, θυμός. «Αχηλήι χόλος φρεσί», Ιλ. Α387). Οι Λατίνοι, λοιπόν, λένε cholera (=χολή), οι Γάλλοι colère, οι Ιταλοί collera, οι Ισπανοί cólera, οι Άγγλοι fury (εκ του θηρ), gall (=χολή, λύπη) αλλά και anger, όπως περίπου και οι Γερμανοί Ärger (τα δύο τελευταία εκ του οργή).
Η μήνις, εκ του μαίνομαι, μανία, μένος, αλλά και εκ του μένω, είναι «ὀργὴ εἰς παλαίωσιν ἀποτιθεμένη», «κάκιωμα», όπως λέει ο λαός, μνησικακία. Βάζεις δηλ. την οργή σε μια μεριά να παλιώνει κι όταν έρθει η ώρα την βγάζεις κι όποιον πάρει ο χάρος.
Το νείκος, τέλος, είναι η ανυποχώρητη οργή, εκ του νη (αρνητ.) + είκω (α αρνητ. + ίκω =υποχωρώ). Δηλ. όχι υποχώρηση, άρα όχι επι-είκεια.
Να φοβούνται, λοιπόν, -και σίγουρα φοβούνται- πως σύντομα θα υποστούν την βάσανο των πολύ σοβαρών κατηγοριών, που θα τους απαγγελθούν. Βάσανος ή βάσανον είναι η κακοπάθεια, η δοκιμασία, η συντριβή. Βάσανος ονομαζόταν η λυδία λίθος, που χρησιμοποιούσαν προς δοκιμασία τού χρυσού. «Χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ» (Θέογνις, 450).
Θεωρείται ξενικής προελεύσεως, όμως είναι ελληνικής ετυμολογίας, όπως υποστηρίζει και το Liddell-Scott, δια της συνήθους εναλλαγής τών χειλικών, εκ του φαίνω >φάσανος >βάσανος (φ>β), που εκτός άλλων σημαίνει και μήνυση, κατηγορία, δοκιμασία για την απόδειξη της γνησιότητας.
Να έρθουν όλα στο φως και τότε θα δούμε ποιοι θα κρύβονται πίσω από τις ασυλίες…
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com.
Αφήστε ένα σχόλιο