Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1923)

 

 Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –128
 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ο λαός, λοιπόν, των Ελλήνων δημιουργήθηκε εκ των λίθων (λας, λάες), που κατ’ εντολή τού Διός έριχναν πίσω τους ο Δευκαλίων με την Πύρρα, όταν διασώθηκαν από τον κατακλυσμό, και η χώρα, στην οποία κατοίκησαν, ονομάστηκε Ελλάς.

 

Ελλάς σημαίνει τον απαστράπτοντα τόπο, εκ του ΣΕΛ (=αλς, το υγρό στοιχείο, και εξ αυτού και η ήλιος. Το «σ» η δασεία) + ΛΑΣ (=λίθος), ετυμολογία που την περιγράφει ακριβέστατα. Το πέτρινο γένος τού θαλασσινού λαού, ενός λαού που μεγαλούργησε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη Γη, ο λαός που διέχυσε παντού το φως, το πυρ της γνώσεως!

 

Ο Γεώργιος Μιστριώτης, στο έργο του «Μεγάλη Ελληνική Γραμματολογία» (Β, 124) γράφει:

«Θάλασσα, η κατ’ εξοχήν τών Ελλήνων πατρίς».

Το τόσο πλούσιο θαλασσινό λεξιλόγιο, που έχει περιγραφεί σε προηγούμενα άρθρα, όπως η ονοματοθεσία τού Αιγαίου αρχιπελάγους, η γνώση και των ρηγμάτων του ακόμη, μαρτυρούν, φανερώνουν, ένα λαό αυτόχθονα με πανάρχαια προϊστορική ναυτική δραστηριότητα.

 

Τα τρία βασικά μας ονόματα έχουν γεννηθεί από την γη, αυτή, δηλαδή, που μας γέννησε (Γαία >γάιoς >γράιος >γραικός >Γραικός), από την Θάλασσα που μας περιβάλλει (πέλαγος + άγω >Πελασγός) και από τον Ήλιο, που μας φωτίζει απαστράπτων (σαλ >σηλ >σελ >Έλλην).

 

Πολλές δε βασικές λέξεις του λεξιλογίου μας είναι κοινές και χρησιμοποιούνται τόσο για την κατοικία τής στεριάς, όσο και για το πλοίο, την κατοικία μας στην θάλασσα. Δείχνουν δε πόσο ταυτισμένες είναι αυτές οι έννοιες μεταξύ τους.

Τα ξύλινα τείχη τού χρησμού τής Πυθίας «μηδὲν ἄλλο δηλοῦσθαι ξύλινον τεῖχος, ἢ τὰς ναῦς» (Βίοι Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής)  [δεν εννοείται τίποτε άλλο ως ξύλινο τείχος παρά τα πλοία]. Τοίχος είναι αυτός του σπιτιού αλλά και η πλευρά του πλοίου. «Ὑπερβάλλει θάλασσα ἀμφοτέρων τοίχων» (Θέογνις). Τοίχαρχος είναι ο επιτηρών τα πλευρά τού πλοίου.

Μεσόδμη (=κεντρική δοκός) έχει η οικία, μεσόδμη έχει και το πλοίο.

Μέχρι και σήμερα λέμε, σύμφωνα με την ναυτική ορολογία, ότι τα πλοία «κτίζονται».

Βάρις ονομάζεται το πλοίο με πλατύ πυθμένα, βάρις αποκαλείται και η μεγάλη οικία (Αμμώνιος).

«Ἔδαφος νηός» ονομάζει ο Όμηρος (Ιλ. Ε, 249) την βάση τού πλοίου, «τὴν νῆα εἰπὼν μεταφορικῶς οἶκον». Δόμος είναι η ναύς, κύπη είναι είδος πλοίου αλλά και πρόχειρη καλύβα  (Ησύχιος).

Ιστία έχει το πλοίο, ιστία ή ιστίη ονομάζεται και η εστία της οικίας.

Ιστό διαθέτει το πλοίο, ιστό και ο αργαλειός. «ἱστὸν δ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες...» (Ιλ. Α 434) [έλυσαν τα ξάρτια κι έβαλαν στη θήκη το κατάρτι], «οἱ δ᾽ ἱστὸν στήσαντ᾽ ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πέτασσαν» (Ιλ. Α 480) [τότε άπλωσαν τα κάτασπρα πανιά τους στο κατάρτι].

Λαίφος είναι το ιμάτιο, λαίφος και το ιστίο. «Ἀνὰ δὲ λαῖφος ὥς τις ἀκάτου θοᾶς τινάξας δαίμων…», περιγράφει ο Ευριπίδης στον Ορέστη (στ. 341) [Και σαν κάποιος δαίμονας να έσχισε το πανί τού γρήγορου καραβιού].

Πέπλος είναι γυναικείο ρούχο, πέπλος και το άρμενο της Παναθηναϊκής νηός.

Ευνή είναι η κλίνη, ευνή και η άγκυρα. «Εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσια ἔδησαν» (Ιλ. Α 436) [έριξαν τις άγκυρες και έδεσαν τις πρυμάτσες].

Η οικία «επιπλώνεται», αλλά και «Ἦ τοιόσδε ἐὼν ἐν ποντοπόροισι νέεσσι πόντον ἐπιπλώσας (σ.σ. επιπλεύσας)..» (Ιλ. Γ 47). [Και τέτοιος που ήσουν πώς αρμένιζες μέσα στα ποντοπόρα πλοία].

«Ναύκληροι οἱ ναῦς κεκτημένοι, ναύκληροι οἱ τὰς οἰκίας ἐνοικιάζοντες» (Πολυδεύκης).

«ναύαρχοι οἱ τῶν πλοίων ἄρχοντες· ναύκραροι, οἱ κτηματικοί».

Ναύλο είναι το ενοίκιο, ναύλο και το φορτίο πλοίου. Ναύλα μέχρι και σήμερα λέμε τα έξοδα μετακίνησης ενός πλοίου.

Κληίς, κλείς είναι το κλειδί οικίας, κληίς όμως και ο σκαρμός πλοίου (σιδερένιος άξονας, με ειδική βαλβίδα, μέσα στον οποίο τοποθετείται το κουπί και επιτρέπει στον κωπηλάτη να εκτελεί μεγαλύτερες κουπιές).

Κέλευθος είναι η οδός, ὑγρὰ κέλευθα, οι δρόμοι της θαλάσσης.

Γύης είναι το άροτρο αλλά και μέτρο γης, γύαια ονομάζονται και τα πρυμνήσια.

Όχημα είναι η άμαξα, νάϊον ὄχημα το πλοίο.

Πρύμνη διαθέτει το πλοίο, πρύμνον ἑστίας σημαίνει το θεμέλιο της οικίας.

 

Το ρήμα ναίω σημαίνει κατοικώ, εξ ου και ναός. Νάω σημαίνει ρέω, εξ ου νάμα. Νέω σημαίνει πλέω, εξ ου η ναύς, της ναός/νηός.

Ο νεώς/ναός και η ναύς/νεώς/νηός ή ναός, με τους διάφορους πτωτικούς τύπους, είναι σχεδόν η ίδια λέξη. «Ἐν τῷ νηῷ Ἀθηναίης» [στον ναό τής Αθηνάς]. «Ἐν νηὶ θοῇ» [στο ταχύ πλοίο].

 

Κατά πληροφορία, που μας παρέχει ο Φώτιος, το κοίλον του αρχαίου θεάτρου ονομάζετο θάλασσα κοίλη.

 

Ο Παυσανίας δε πως η αφετηρία των αλόγων τού Ολυμπιακού Σταδίου ήταν κατασκευασμένη σε σχήμα πρώρας πλοίου. «...παρέχεται μὲν οὗν σχῆμα ἡ ἄφεσις κατὰ πρῷραν νεώς, τέτραπται δὲ αὐτῆς τὸ ἔμβολον, ἐς τὸν δρόμον» (Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις, βιβλ. 6, Κεφ. 20-10) [η αφετηρία είναι έτσι κατασκευασμένη, ώστε να μοιάζει με πλώρη πλοίου, της οποίας το έμβολο είναι στραμμένο προς το μέρος του δρόμου].

 

Θα κλείσω με την αναφορά, που γίνεται στην Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», σε μια φράση τού Μικρασιάτη ρήτορα και συγγραφέα, Πούβλιου Αίλιου Αριστείδη, που δείχνει την μεγάλη σημασία και σχέση της Ελλάδος με την θάλασσα: «…ὦσπερ τὸ ἔμπροσθεν τῶν νεῶν ἡ πρῷρα ἐστὶν, οὕτως καὶ ἡ τῆς Ἑλλάδος ἀρχὴ δίκην πρῴρας οὖσα».

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com. 

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια