Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1833)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 45

Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής

 



(1ο μέρος)

Σήμερα θα ασχοληθούμε με μόνο μία λέξη, μία ρίζα, αλλά τι ρίζα! Την ρίζα της Ελλάδος, των Ελλήνων, την ἅλα (ἅλς- ἁλός), την ελληνική θάλασσα, την αρχέγονη λέξη για το υγρό στοιχείο, που καθορίζει κυρίως την θάλασσα που είναι κοντά στην ακτή. Η λέξη είναι ηχομίμητη, αφού λάβουμε υπ’ όψιν μας πως δασύνεται, όπερ σημαίνει πως η δασεία προήλθε πότε από την εναλλαγή του σίγμα (σ, συρίζω) και πότε εκ του διγάμματος (F, άλλοτε προφερόμενο ως β κι άλλοτε ως φ). Η θάλασσα ψιθύρισε κυριολεκτικώς στον Έλληνα το όνομά της, με τον ήχο των κυμάτων της. «…ὀνόματος ὀρθότητα εἶναι ἑκάστῳ τῶν ὄντων φύσει πεφυκυῖαν…», υποστηρίζει Πλάτων στην εισαγωγή του περίφημου διαλόγου του «Κρατύλος ή περί ονομάτων ορθότητος», όπου περιγράφει την βασική του θεώρηση, πως τα ονόματα που έχουν τα πράγματα είναι αυτά που τους ταιριάζουν από την φύση τους ή, αν αντιστρέψουμε το αξίωμα, η φύση των πραγμάτων είναι αυτή που τους έδωσε το κατάλληλο όνομα για να προσδιορίζονται επακριβώς.

Η ίδια λέξη καθορίζει το αλμυρό νερό της θάλασσας, σε αντιδιαστολή προς τα γλυκά νερά της στεριάς. Όμως, «ὅτε ἁλμυρόν δηλοῖ, φαμέν οὐδετέρως ἅλας, καί ἀρσενικῶς ἅλς», επεξηγεί το Ετυμολογικόν το Μέγα (ΕτΜ), δηλαδή, όταν δηλώνει αλμυρό νερό το καλούμε με το ουδέτερο γένος, ως το ἅλας, αλλά και με το αρσενικό του, ως ο ἅλς, για να ξεχωρίζει από την ἅλα (την θάλασσα), η οποία το εμπεριέχει. Η ἅλς- ἁλός (η θάλασσα) και το ἅλας-ἅλατος ή ο ἅλς-ἁλός (το αλάτι).

Δείτε τώρα ενδεικτικώς πόσες λέξεις παράγονται από την θαυμαστή άλα.

Αλιεύς (=ψαράς), αλιάδης (=ναύτης), άλιμος (=θαλάσσιος), αλίπεδο (=σάλτσινο), άλυσος (=αλυσίδα, το σχοινί της άγκυρας), κάλως (=καραβόσκοινο, με τροπή της δασείας σε κ), πηδάλιον (πηδός =το πλατύ μέρος του κουπιού, εκ του πους/ποδός), κροκάλη (=βότσαλο της ακτής), ύφαλος, ίσαλος, ομαλός, νεφέλη («νάμα ἐφέλκει ἐκ τῆς ἁλός», ΕτΜ), άλη (=περιπλάνηση, εκ του αλάομαι =περιπλανώμαι στην θάλασσα), εκ της οποίας ο αλήτης, ο αλάνης, ο άλιος, ο ενάλιος, ο αλεός>ηλεός (=ο ηλίθιος, «φρένας ηλεός», περιπλανιέται/ταξιδεύει το μυαλό του, «ηλεός οίνος», ο κινών τας φρένας), αλαζών, άληστος ή άλαστος (=αλησμόνητος, αλλά συνήθως επί κακής σημασίας, «ο αλήστου μνήμης»), αλάστωρ (=η θεότητα που τιμωρεί το έγκλημα και συνεκδοχικώς αυτός που περιπλανιέται χωρίς ελπίδα αναπαύσεως, ένεκα θεϊκής τιμωρίας), αλέομαι ή αλεύομαι (=διώχνω, φεύγω, προστακτική άλευ, το allez των Γάλλων), αλίνδησις (=το κύλισμα των κυμάτων, «τό δέ κυλίνδεται ἐπί κυμάτων λέγεται», Ευστάθιος), Fελύω >ελύω ή ειλύω (=συστρέφω, και τα ομοειδή είλω ή είλλω ή ειλέω ή ίλλω), όταν το δίγαμμα γίνει δασεία και Fελύω >κυλίω, όταν γίνει κ. Εξ αυτών ο έλιξ και ο ελιγμός, ο ίλιγγος, ο ειλεός αλλά και το κύμα (=φουσκοθαλασσιά, κύω =φουσκώνω, «Ἀνέδυ μέγα κῦμα κυλτόν», στριφογυριστό), η τρικυμία (=τρία κύματα μαζί, «ὅταν τρία κύματα συναφθῶσιν εἰς ἕν»). Από την χαρακτηριστική κίνηση της αλός προέκυψε το άλμα, ή άλσις, (ρήμα άλλω ή άλσω), τα άλσεα-άλση (=κήποι, όπου τα φυτά «εἰς αὔξην ἅλλονται»), άμιλλα (άμα+ίλλω), αγέλη (άγω+ειλέω), ιλύς (=λάσπη, η άθροιση και συσσώρευση υλικού που σχηματίζεται στις κοίτες των ποταμών, εκ του ιλύω>ίλλω), είλημα (=περιτύλιγμα), ειλητάριο (=βιβλίο τυλιγμένο κυλινδρικώς), αλακάτη ή ηλακάτη (=ρόκα, που στρέφεται και στροφαλίζεται), αιόλλω (=συστρέφω, κινώ ορμητικώς, εξ ου και Αίολος, ο θεός που κινεί, συστρέφει τους ανέμους), θύελλα (θύω =ορμώ + είλω), απειλώ, υπό την έννοια ότι εγκαταλείπω (από) την ίλη μου, τον ουλαμό μου, απομακρύνομαι και εκφοβίζω τον εχθρό, αλύσσω (=μαίνομαι, πηγαινοέρχομαι), λύσσα και το ρήμα αλυσκάζω (=φεύγω, υποχωρώ), που έδωσε το σημερινό, «το σκά(ζ)ω». Αλέω (=αλέθω, λόγω της κυκλικής κίνησης που απαιτείται), και εξ αυτού το άλευρον.

Θα κλείσω το πρώτο μέρος της αναφοράς στην άλα/θάλασσα με όσες από τις ευρωπαϊκές λέξεις αυτή ως ρίζα γονιμοποίησε. Ενδεικτικώς: Οι Λατίνοι είπαν το αλάτι sal, και με βάση αυτό οι Γάλλοι sel, οι Ιταλοί sale, οι Ισπανοί sal, οι Άγγλοι salt, οι Γερμανοί Saltz. Η σαλάτα αντιστοίχως salade, salata, salada, salad, Salat, οι αλυκές, saline, salina (Ιταλοί και Ισπανοί), salty, Saline, η σάλτσα, sauce, salsa (Ιταλοί και Ισπανοί), sausage και Sauce και άλλες, ων ουκ έστιν αριθμός, λέξεις.


Συνεχίζεται…


Δεν υπάρχουν σχόλια