Τότε που εγράφοντο οι Διεθνείς Συνθήκες (Α΄) /Φ.1811
του Αλέξανδρου Κωστάρα*
|
Μιλώντας εδώ για Διεθνείς Συνθήκες εννοούμε τις Συνθήκες εκείνες που δίνουν σήμερα το δικαίωμα στην Τουρκία να τις παρερμηνεύει και να τις εφαρμόζει, όπως αυτή κρίνει, σε συνδυασμό πάντα με τον αναθεωρητισμό που χαρακτηρίζει την σημερινή της εξωτερική πολιτική. Πρόκειται, όπως είναι προφανές, αφ’ ενός μεν για την Συνθήκη της Λωζανης του 1923, δια της οποίας μάς παραχωρήθηκαν με το άρ. 13 παρ. 1 αυτής τα νησιά του Βόρειο Ανατολικού Αιγαίου και αφ’ ετέρου για την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947, δια της οποίας υποχρεώθηκε με το άρ. 14 αυτής η ηττηθείσα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο Ιταλία να μάς εκχωρήσει κατά πλήρη κυριότητα τα Δωδεκάνησα, που κατείχε ήδη από το 1912 μετά την νικηφόρο έκβαση για αυτήν του Ιταλο-Τουρκικού πολέμου του 1911. Μόλις που χρειάζεται να τονισθεί ότι η παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα αποτελεί ελάχιστη αναγνώριση της συμβολής της χώρας μας στην νικηφόρο έκβαση του Δευτέρου Παγκομίου Πολέμου υπέρ των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Όπως είναι γνωστό, και στις δύο αυτές συνθήκες προβλέπεται ένας καθεστώς «αποστρατιωτικοποίησης» των παραχωρούμενων νησιών. Το ζήτημα αυτό αποτελεί σήμερα ένα από τα πολλά σημεία διαφωνίας μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος σε σχέση με την εφαρμογή των εν λόγω Διεθνών Συνθήκων και ιδίως της Συνθήκης της Λωζάνης. Η τουρκία θεωρεί ότι ο όρος της «αποστρατιωτικοποίησης» που περιέχεται στο άρ. 13 παρ. 1 της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 και ο αντίστοιχος όρος που επίσης περιέχεται στο του άρ. 14 εδ. β΄ της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 αποτελούν διαλυτικές αιρέσεις της παραχώρησης της κυριαρχίας των αντιστοίχων νησιών στην Ελλάδα με αποτέλεσμα, εφ’ όσον η Ελλάδα δεν τηρεί τον σχετικό όρο να μη έχουν περιέλθει ποτέ σε αυτήν τα εν λόγω νησιά.
Σύμφωνα με την Ελλάδα, τις απόψεις της οποίας συμμερίζονται όχι μόνο τα συμβαλλόμενα στις αντίστοιχες Συνθήκες Κράτη, αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία, ο όρος της «αποστρατιωτικοποίησης» δεν αποτελεί διαλυτική αίρεση της παραχώρησης των σχετικών νησιών στην χώρα μας, αλλά την ratio, τον λόγο, για τον οποίο ζητήθηκε η αποστρατιωτικοποίησή τους. Και αυτό είναι προφανές μόνον από την απλή γραμματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων των αντιστοίχων Συνθηκών. Πανομοιότυπα επαναλαμβάνεται και στις δύο Συνθήκες ότι ο όρος της «αποστρατιωτικοποίησης» ετέθη «προς εξασφάλιση της διεθνούς ειρήνης». Έχω και με άλλη ευκαιρία τονίσει ότι οι «διαλυτικές αιρέσεις» διατυπώνονται στα νομικά κείμενα με άλλο τρόπο, που υποδηλώνει σαφώς την βούληση εκείνου που τις θέτει να μη επέρχεται το αποτέλεσμα, το οποίο είναι συνυφασμένο με την σχετική διαλυτική αίρεση. Μπορούμε να φαντασθούμε λ.χ. τον πατέρα που αφήνει σε κάποια από τις κόρες του μια τεράστια περιουσία, υπό τον όρο ότι δεν θα πανδρευθεί τον μουσουλμάνο λαθρομετανάστη, με τον οποίο συνδέεται ερωτικά, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της. Μετά τον θάνατο αυτού η σύναψη του γάμου της κόρης με τον μουσουλμάνο λαθρομετανάστη επιφέρει την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, υπό την οποία τελεί η συγκεκριμένη κληροδοσία, με αποτέλεσμα να ανατρέπεται η επαχθείσα κληρονομία στην εν λόγω κόρη. Άλλο ασφαλώς το ζήτημα ότι η σχετική διάταξη της διαθήκης ενδέχεται να θεωρηθεί ως μη γεγγραμμένη από το Δικαστήριο λόγω προσβολής της δημόσιας τάξης ή να ακυρωθεί εν μέρει από αυτό στον βαθμό που προσβάλλει την νόμιμη μοίρα της κόρης. Όσο κι’ αν ψάξει κάποιος, δεν θα βρει πουθενά σύνδεση της μεταβίβασης των σχετικών νησιών στην Ελλάδα με διαλυτική αίρεση, όπως ισχυρίζεται η Τουρκία.
Για να αντιληφθούμε την ratio της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών στις προαναφερθείσες Διεθνείς Συνθήκες μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό και από την σκοπιά των πραγματικών συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή της σύνταξής τους και μάς οδηγούν στην ίδια ακριβώς διαπίστωση με εκείνην, η οποία προκύπτει από την νομική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων των εν λόγω Συνθηκών. Ας δούμε λοιπόν, ποιές ήσαν οι πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν, όταν εγράφοντο οι προαναφερθείσες δύο Διεθνείς Συμβάσεις. Λογική προτεραιότητα έχει ασφαλώς η ενασχόληση με τις συνθήκες που επικρατούσαν το 1923 λίγο πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Ένα χρόνο περίπου νωρίτερα (Σεπτέμβριος 1922) είχε λήξει με τραγικό για την Ελλάδα τρόπο η Μικρασιατική Εκστρατεία, η οποία ξεκίνησε στις 2 Μαΐου του 1919 με την απόβαση Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη, ύστερα από την σχετική «εντολή» που εδόθη στην Ελληνική Κυβέρνηση, μόνον όμως από τους Άγγλο-Γάλλους. Η Ιταλία ήταν αντίθετη στην «εντολή» αυτή, αφού διεκδικούσε και η ίδια την Σμύρνη ως δικό της ζωτικό χώρο, δεδομένου ότι κατείχε τα Δωδεκάνησα από το 1912. Γι’ αυτό συνέπραξε με την Τουρκία και μάς πολέμησε μαζί της σε όλες της μάχες που δώσαμε στο Μικρασιατικό Μέτωπο, αρχής γενομένης από την μάχη του Αϊδινίου ένα μήνα μετά την απόβασή μας στην Σμύρνη. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ιταλοί δεν αρκέστηκαν μόνο να εκπαιδεύσουν τους Τσέτες και τους Νεότουρκους του Κεμάλ στον χειρισμό των πυροβόλων όπλων που τους προμήθευσαν. Σε πολλές περιπτώσεις ήσαν και οι ίδιοι χειριστές των πυροβόλων εναντίον μας!
Έτσι, για να συνειδητοποιήσουμε, πόσο ρευστή ήταν τότε η οριοθετική «γραμμή» του «συμμάχου» από τον «αντίπαλο». Μια «γραμμή» που την «έσβησαν» στην συνέχεια και οι ίδιοι οι Άγγλο-Γάλλοι πηγαίνοντας και αυτοί στο τέλος με το μέρος της Τουρκίας επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, Αξίζει να θυμηθούμε τα δύο σπουδαιότερα από αυτά. Πρώτον την υπέρβαση εκ μέρους μας της «εντολής» που μας δόθηκε (μας εξουσιοδότησαν να καταλάβουμε μια μικρή περιοχή γύρω από την Σμύρνη στην κεντρική Μικρά Ασία και εμείς πραγματοποιήσαμε την άφρονα και στρατηγικώς πλημμελή προέλαση στα βάθη της Ανατολίας, που υπήρξε τελικά η αποκλειστική αιτία της Μικρασιατικής Καταστροφής και του ξερριζωμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Και δεύτερον την επάνοδο στον θρόνο του μισητού για τους Συμμάχους, ως φιλο-Γερμανού, Βασιλιά Κωνσταντίνου. Θεωρήθηκε λοιπόν ότι εμείς διασαλεύσαμε τότε την ειρήνη με την Μικρασιατική Εκστρατεία. Και την ρεβανσιστική ενδεχομένως επανάληψη των πολεμικών γεγονότων με ορμητήριο τα νησιά θέλησε να αποτρέψει ο όρος της «αποστρατιωτικοποίησης» των παραχωρούμενων στην Ελλάδα νησιών του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου. Αρκεί να σκεφθεί κάποιος ότι τα νησιά αυτά βρίσκονται πολύ κοντα στις ακτές της Τουρκίας.
Θα χρειασθεί όμως να επανελθουμε στο επόμενο άρθρο, για να ολοκληρώσουμε την επισκόπηση των πραγματικών συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή της σύνταξης των σχετικών Συμβάσεων και φωτίζουν αρκετές σκοτεινές πτυχές της απαιτούμενης «αποστρατιωτικοποίησης».
Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Όπως είναι γνωστό, και στις δύο αυτές συνθήκες προβλέπεται ένας καθεστώς «αποστρατιωτικοποίησης» των παραχωρούμενων νησιών. Το ζήτημα αυτό αποτελεί σήμερα ένα από τα πολλά σημεία διαφωνίας μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος σε σχέση με την εφαρμογή των εν λόγω Διεθνών Συνθήκων και ιδίως της Συνθήκης της Λωζάνης. Η τουρκία θεωρεί ότι ο όρος της «αποστρατιωτικοποίησης» που περιέχεται στο άρ. 13 παρ. 1 της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 και ο αντίστοιχος όρος που επίσης περιέχεται στο του άρ. 14 εδ. β΄ της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 αποτελούν διαλυτικές αιρέσεις της παραχώρησης της κυριαρχίας των αντιστοίχων νησιών στην Ελλάδα με αποτέλεσμα, εφ’ όσον η Ελλάδα δεν τηρεί τον σχετικό όρο να μη έχουν περιέλθει ποτέ σε αυτήν τα εν λόγω νησιά.
Σύμφωνα με την Ελλάδα, τις απόψεις της οποίας συμμερίζονται όχι μόνο τα συμβαλλόμενα στις αντίστοιχες Συνθήκες Κράτη, αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία, ο όρος της «αποστρατιωτικοποίησης» δεν αποτελεί διαλυτική αίρεση της παραχώρησης των σχετικών νησιών στην χώρα μας, αλλά την ratio, τον λόγο, για τον οποίο ζητήθηκε η αποστρατιωτικοποίησή τους. Και αυτό είναι προφανές μόνον από την απλή γραμματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων των αντιστοίχων Συνθηκών. Πανομοιότυπα επαναλαμβάνεται και στις δύο Συνθήκες ότι ο όρος της «αποστρατιωτικοποίησης» ετέθη «προς εξασφάλιση της διεθνούς ειρήνης». Έχω και με άλλη ευκαιρία τονίσει ότι οι «διαλυτικές αιρέσεις» διατυπώνονται στα νομικά κείμενα με άλλο τρόπο, που υποδηλώνει σαφώς την βούληση εκείνου που τις θέτει να μη επέρχεται το αποτέλεσμα, το οποίο είναι συνυφασμένο με την σχετική διαλυτική αίρεση. Μπορούμε να φαντασθούμε λ.χ. τον πατέρα που αφήνει σε κάποια από τις κόρες του μια τεράστια περιουσία, υπό τον όρο ότι δεν θα πανδρευθεί τον μουσουλμάνο λαθρομετανάστη, με τον οποίο συνδέεται ερωτικά, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της. Μετά τον θάνατο αυτού η σύναψη του γάμου της κόρης με τον μουσουλμάνο λαθρομετανάστη επιφέρει την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, υπό την οποία τελεί η συγκεκριμένη κληροδοσία, με αποτέλεσμα να ανατρέπεται η επαχθείσα κληρονομία στην εν λόγω κόρη. Άλλο ασφαλώς το ζήτημα ότι η σχετική διάταξη της διαθήκης ενδέχεται να θεωρηθεί ως μη γεγγραμμένη από το Δικαστήριο λόγω προσβολής της δημόσιας τάξης ή να ακυρωθεί εν μέρει από αυτό στον βαθμό που προσβάλλει την νόμιμη μοίρα της κόρης. Όσο κι’ αν ψάξει κάποιος, δεν θα βρει πουθενά σύνδεση της μεταβίβασης των σχετικών νησιών στην Ελλάδα με διαλυτική αίρεση, όπως ισχυρίζεται η Τουρκία.
Για να αντιληφθούμε την ratio της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών στις προαναφερθείσες Διεθνείς Συνθήκες μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό και από την σκοπιά των πραγματικών συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή της σύνταξής τους και μάς οδηγούν στην ίδια ακριβώς διαπίστωση με εκείνην, η οποία προκύπτει από την νομική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων των εν λόγω Συνθηκών. Ας δούμε λοιπόν, ποιές ήσαν οι πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν, όταν εγράφοντο οι προαναφερθείσες δύο Διεθνείς Συμβάσεις. Λογική προτεραιότητα έχει ασφαλώς η ενασχόληση με τις συνθήκες που επικρατούσαν το 1923 λίγο πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Ένα χρόνο περίπου νωρίτερα (Σεπτέμβριος 1922) είχε λήξει με τραγικό για την Ελλάδα τρόπο η Μικρασιατική Εκστρατεία, η οποία ξεκίνησε στις 2 Μαΐου του 1919 με την απόβαση Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη, ύστερα από την σχετική «εντολή» που εδόθη στην Ελληνική Κυβέρνηση, μόνον όμως από τους Άγγλο-Γάλλους. Η Ιταλία ήταν αντίθετη στην «εντολή» αυτή, αφού διεκδικούσε και η ίδια την Σμύρνη ως δικό της ζωτικό χώρο, δεδομένου ότι κατείχε τα Δωδεκάνησα από το 1912. Γι’ αυτό συνέπραξε με την Τουρκία και μάς πολέμησε μαζί της σε όλες της μάχες που δώσαμε στο Μικρασιατικό Μέτωπο, αρχής γενομένης από την μάχη του Αϊδινίου ένα μήνα μετά την απόβασή μας στην Σμύρνη. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ιταλοί δεν αρκέστηκαν μόνο να εκπαιδεύσουν τους Τσέτες και τους Νεότουρκους του Κεμάλ στον χειρισμό των πυροβόλων όπλων που τους προμήθευσαν. Σε πολλές περιπτώσεις ήσαν και οι ίδιοι χειριστές των πυροβόλων εναντίον μας!
Έτσι, για να συνειδητοποιήσουμε, πόσο ρευστή ήταν τότε η οριοθετική «γραμμή» του «συμμάχου» από τον «αντίπαλο». Μια «γραμμή» που την «έσβησαν» στην συνέχεια και οι ίδιοι οι Άγγλο-Γάλλοι πηγαίνοντας και αυτοί στο τέλος με το μέρος της Τουρκίας επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, Αξίζει να θυμηθούμε τα δύο σπουδαιότερα από αυτά. Πρώτον την υπέρβαση εκ μέρους μας της «εντολής» που μας δόθηκε (μας εξουσιοδότησαν να καταλάβουμε μια μικρή περιοχή γύρω από την Σμύρνη στην κεντρική Μικρά Ασία και εμείς πραγματοποιήσαμε την άφρονα και στρατηγικώς πλημμελή προέλαση στα βάθη της Ανατολίας, που υπήρξε τελικά η αποκλειστική αιτία της Μικρασιατικής Καταστροφής και του ξερριζωμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Και δεύτερον την επάνοδο στον θρόνο του μισητού για τους Συμμάχους, ως φιλο-Γερμανού, Βασιλιά Κωνσταντίνου. Θεωρήθηκε λοιπόν ότι εμείς διασαλεύσαμε τότε την ειρήνη με την Μικρασιατική Εκστρατεία. Και την ρεβανσιστική ενδεχομένως επανάληψη των πολεμικών γεγονότων με ορμητήριο τα νησιά θέλησε να αποτρέψει ο όρος της «αποστρατιωτικοποίησης» των παραχωρούμενων στην Ελλάδα νησιών του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου. Αρκεί να σκεφθεί κάποιος ότι τα νησιά αυτά βρίσκονται πολύ κοντα στις ακτές της Τουρκίας.
Θα χρειασθεί όμως να επανελθουμε στο επόμενο άρθρο, για να ολοκληρώσουμε την επισκόπηση των πραγματικών συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή της σύνταξης των σχετικών Συμβάσεων και φωτίζουν αρκετές σκοτεινές πτυχές της απαιτούμενης «αποστρατιωτικοποίησης».
Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Αφήστε ένα σχόλιο