Header Ads

9 Δεκεμβρίου 2018 : ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ


«ΑΝΟΡΘΩΣΟΝ ΜΕ, ΚΥΡΙΕ...»

Ό Χριστός διδάσκοντας στή συναγωγή συναντάει μιά γυναίκα, πού δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια ταλαιπωρείται άπό «πνεύμα ασθενείας» καί εϊναι συγκύπτουσα. Ή γυναίκα δεν πήγε στή συναγωγή γιά νά ζητήσει τή θεραπεία της. Προφανώς δέν ήξερε ούτε ποιός ήταν ό Χριστός. Πήγε γιά νά προσευχηθεί καί νά δοξάσει τόν θεό. Ποιός άλλος θά δώσει «δόξαν καί δικαίωμα τω Κυρίω»; Μήπως «οι πεποιθότες έπί τή δυνάμει αυτών καί έπί τω πλήθει τοϋ πλούτου αυτών» (Ψαλμ. 48,7); «Οχι, άλλα «ή ψυχή ή λυπουμένη έπί τό μέγεθος ό βαδίζει κύπτον καί ασθενούν, καί οι οφθαλμοί οι έκλείποντες καί ή ψυχή ή πεινώσα δώσει σοι δόξαν καί δικαιοσύνην, Κύριε» (Βαρούχ 2,17).

Ή παραφροσύνη του φθόνου
Μιά τέτοια πονεμένη καί πεινασμένη ψυχή, σκυφτή άπό τήν αρρώστια, μέ μάτια πού κουράστηκαν νά βλέπουν μόνο τό χώμα, τή σπλαχνίστηκε ό Χριστός- καί χωρίς νά τοϋ τό ζητήσει, τή θεράπευσε μέ τή «θεοπρεπέστατη καί εξουσιαστική φωνή του καί μέ τό βασιλικό του νεύμα» (άγιος Κύριλλος Άλεξανδρείας). Ό σατανάς όμως πού τόσα χρόνια τήν ταλαιπωρούσε, διωγμένος τώρα άπό τόν Χριστό καί θέλοντας νά μειώσει τή δόξα τοϋ θαύματος, «δεσμεΐ τόν άρχισυνάγωγον φθόνω» (άγιος θεοφύλακτος)· τόν βρήκε διαθέσιμο, γιατί ή υποκριτική ζωή του τόν είχε καταντήσει «συγκύπτοντα» πολύ χειρότερα άπό τή γυναίκα. Εκείνη εϊχε δεσμευτεί ακούσια, ένώ αύτός -παρερμηνεύοντας τόν Μωσαϊκό Νόμο- εκούσια σκύβει κάτω άπό ασήκωτη σωρεία τύπων ψευτοευσέβειας. Καί δέν ταλαιπωρεί μόνο τόν εαυτό του, άλλα «δεσμεύει φορτία βαρέα καί δυσβάστακτα καί έπιτίθησιν έπί τούς ώμους τών ανθρώπων» (Ματθ. 23,4).
Είναι αξιοσημείωτο ότι τήν εξωφρενική σύσταση του τήν απευθύνει μόνο στον όχλο. Δέν τολμάει νά στραφεί καθόλου στον Χριστό, τόν Όποιο φθονεί πλέον αφάνταστα, βλέποντάς τον νά κερδίζει τόν θαυμασμό καί τήν εμπιστοσύνη τοϋ κόσμου. Κατά τήν παράλογη, λοιπόν, απαίτηση του θά έπρεπε ή ταλαίπωρη συγκύπτουσα νά απαντήσει στό σωτήριο πρόσταγμα τοϋ Κυρίου: «Όχι, Κύριε, είναι Σάββατο σήμερα καί δέν επιτρέπεται νά ανορθωθώ. Πρέπει νά άναβάλεις γιά αύριο τή θεραπεία μου». Ό Χριστός ελέγχει τόν άρχισυνάγωγο σέ αυστηρότατο τόνο. Τόν αποκαλεί «υποκριτή» καί επισημαίνει τό κατάντημα του νά θεωρεί «άτιμότερον τοϋ κτήνους τόν άνθρωπον», άφοΰ τά ζώα του δέν τά αφήνει ούτε γιά μιά μέρα άπότιστα, ένώ τήν -γιά δεκαοκτώ χρόνια- άρρωστη γυναίκα «ού βούλεται άπαλλαγήναι τής άσθενείας»· καί μάλιστα μιά ψυχή, πού «όχι τόσο έξαιτίας τής καταγωγής, άλλα έξαιτίας τής πίστης της είναι θυγατέρα τοϋ «Αβραάμ» (άγιος Κύριλλος).

« Αγιασμός τοϋ Σαββάτου» καί «σύνδρομο τής Κυριακής»
Φυσικά δέν παρερμήνευε μόνο ό συγκεκριμένος άρχισυνάγωγος τόν Νόμο σχετικά μέ τήν αργία τοϋ Σαββάτου. Σέ όλες τίς περιπτώσει πού ό Χριστός τέλεσε θαϋμα τήν ήμερα τοϋ Σαββάτου, ή αντίδραση ήταν τόσο έντονη, ώστε «έδίωκον τόν Ίησοϋν οί Ιουδαίοι καί έζήτουν αυτόν άποκτεϊναι, ότι ταϋτα έποίει έν σαββάτω» (Ίωάν. 5,16). Ή πώρωση στην οποία τούς είχε οδηγήσει ή υποκρισία τους δέν τούς άφηνε νά δεχθούν ότι «τό Σάββατο έγινε γιά τόν άνθρωπο καί όχι ό άνθρωπος γιά τό Σάββατο», ούτε πολύ περισσότερο νά πιστέψουν ότι ό Χριστός είναι ό νομοθέτης καί ό κύριος καί τοϋ Σαββάτου. Γι΄αυτό δεν ήθελαν να καταλάβουν ότι «το αγιάζειν την ημέραν των σαββάτων» («Εξοδ. 20,8) δεν έχει σχέση μέ μιά στείρα καί τυπική αργία «τοϋ γράμματος», άλλα μέ τήν έν Πνεύματι λατρεία τοϋ θεού καί τή φιλάνθρωπη άγαθοποιία. Στή σημερινή έκκοσμικευμένη κοινωνία αυτά φαίνονται μάλλον ακατανόητα. Σήμερα ή αργία τής Κυριακής, αποκομμένη άπό τόν Κύριο καί τό Κυριάκο Δείπνο τής Λειτουργίας, κατάντησε άπλώς μιά άδεια μέρα, πού μάταια προσπαθεί ό άλειτούργητος άνθρωπος νά τή γεμίσει μέ διασκεδάσει, δηλαδή μέ άγονο διασκορπισμό νοός καί καρδίας. Αυτά τά άγονα κενά εκδικούνται μέ τήν εμφάνιση τοϋ «συνδρόμου τής Κυριακής», μιάς παράξενης άρρώστιας, πού έδώ καί χρόνια έχουν παρατηρήσει ψυχίατροι σέ όλο τόν σύγχρονο κόσμο. Τά συμπτώματα αύτοϋ τοϋ συνδρόμου είναι: πλήξη, ανία, τάση φυγής, νευρικότητα καί απρόβλεπτα ξεσπάσματα.

Τά άνω ζητείτε
Ή βασική αιτία τοϋ κακού βρίσκεται στό ότι ό άνθρωπος βγάζοντας τόν θεό άπό τή ζωή του έπαψε νά ζητεί καί νά φρονεί τά άνω, όπου «ό Χριστός έστιν έν δεξιά τοϋ θεοϋ καθήμενος» (Κολ. 3,1) καί κατάντησε «συγκύπτων», κοιτάζοντας μόνο τά χοϊκά καί τά γήινα. Ό μακαριστός Ρουμάνος Γέροντας Κλεόπας Ίλιε αναφέρεται σέ κάποιον πού είχε υποδουλωθεί στό πάθος τής κλοπής. Κάποτε πήγε νά κλέψει θημωνιές άπό τό αγρόκτημα ένός πλουσίου παίρνοντας μαζί καί τήν πεντάχρονη κορούλα του, πού ζητούσε επίμονα περίπατο. Φθάνοντας στον τόπο τής κλοπής άρχισε προσεκτικά νά κοιτάζει δεξιά καί άριστερά μήπως τόν δεί κανένας. Τότε τό μικρό κοριτσάκι, πού δεν είχε καταλάβει τί γινόταν, «θεία νεύσει» τοϋ λέει μέ άπλότητα: «Μπαμπά, κοίταξες σέ όλα τά μέρη, αλλά ξέχασες νά κοιτάξεις στόν ουρανό». Ή αθώα υπόδειξη τής μικρής τόν συγκλόνισε καί τόν αφύπνισε. «Παραχρήμα άνωρθώθη» καί κατάλαβε ότι μόνο φρονώντας καί ζητώνταδ τά άνω, πλουτίζει αληθινά ό άνθρωπος.
Μαζί μέ τόν μετανοήσαντα κλέφτη άς παρακαλούμε τόν Χριστό μέ τά λόγια τής Παρακλητικής: «Ώς τήν συγκύπτουσαν πρίν ανόρθωσαν με, τοϋ βηματίζειν όρθώς πρός τάς τρίβους σου, Φιλάνθρωπε».
Αρχιμ. Β. Λ.

Δεν υπάρχουν σχόλια