Header Ads

2 Δεκεμβρίου 2018 : ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ


«ΑΠΟΚΑΛΥΨΟΝ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ ΜΟΥ»

Ή θεραπεία τοϋ τυφλού στην Ιεριχώ είναι τό τελευταίο θαΰμα, πού τοποθετεί ό εύαγγελιστής Λουκάς πρίν άπό τήν εϊσοδο τοϋ Χριστού στά Ιεροσόλυμα καί τήν πορεία του πρός τό Πάθος. Καί ΐσως δεν είναι τυχαίο ότι τή Μεγάλη Παρασκευή ό ύμνωδός βάζει στό στόμα τοϋ Χριστού τό πικρό παράπονο, πού αρχίζει μέ τά λόγια: «Λαός μου, τί έποίησά σοι ή τί σοι παρηνώχλησα; τούς τυφλούς σου έφώτισα...· τί έποίησά σοι καί τί μοι άνταπέδωκας;».

Ή στερεά τροφή τοϋ πόνου
Γιά τήν τυφλή, φτωχή καί αχάριστη ανθρωπότητα σταυρώθηκε ό Χριστός. Γι΄ αυτό ήρθε· γιά νά τή φωτίσει μέ τό φώς του καί νά τήν πλουτίσει μέ τόν ανεξάντλητο πλούτο των χαρισμάτων του. Μόνο πού αύτές τίς δωρεές δέν τίς επέβαλε στούς άνθρώπους. Δέν μπορεϊς νά επιβάλει κάτι σέ κάποιον πού καμαρώνει ότι «είναι πλούσιος καί δέν έχει ανάγκη κανέναν», έστω κι αν στην πραγματικότητα «είναι ταλαίπωρος καί έλεεινός καί πτωχός καί τυφλός». Μόνο συμβουλή μπορεΐς νά τοΰ δώσεΐς«νά βάλει στά μάτια του κολλύριο, γιά νά δει» (Άποκ. 3,17-18).
Τέτοιο κολλύριο φαίνεται πώς χρησιμοποιούσε ό τυφλός τής Ίεριχοϋς, γιατί ενδιαφερόταν νά μάθει τόν νόμο τοϋ θεοΰ κάί τά λόγια των προφητών. «Ετσι ήταν άπαλλαγμένος άπό ψευδεΐς αύτάρκειες καί κομπασμούς, κάτι βέβαια πού δέν συμβαίνει υποχρεωτικά μέ όλους τούς άναγκεμένους. «Οσο καί νά φαίνεται παράξενο, δέν είναι σπάνιο, οι δοκιμασίες νά φέρνουν έπαρση καί νά οδηγούν σέ αύθάδεια καί αλαζονεία· κάποτε καί βλασφημία. Ή στερεά τροφή τοΰ πόνου τά υγιή «στομάχια» τά τρέφει, ένώ στά άρρωστα προκαλεί εμετό.
Ύγιές «στομάχι» σίγουρα είχε καί ό τυφλός τής σημερινής περικοπής. Είχε αφήσει τόν πόνο νά τόν θρέψει καί νά τόν ωριμάσει σέ τέτοιο «μέτρον ήλικίας», ώστε πληροφορούμενος γιά τή διδασκαλία τοϋ Χριστού καί τά θαύματά του, αναγνώρισε στό πρόσωπο του τόν Μεσσία. Γι΄ αύτό, όταν άκουσε ότι περνάει άπό τόν δρόμο όπου καθόταν έπαιτώντας, άρχισε νά φωνάζει: «Ιησού, υιέ Δαυίδ, έλέησόν με».

Ανάγκη συνεργασίας
«Ομως οι φωνές του ενοχλούν τό πλήθος. Δέν έπιτρέπεται ένας, πού ή ιουδαϊκή κοινωνία τόν θεωρούσε μή καθαρό, νά τούς άναστατώνει. Τούς ελέγχει καί ή αίσθηση ότι ό άπόβλητοε τυφλός -άντίθετα με τούς περισσότερους-βλέπει στό πρόσωπο τοΰ Χριστοϋ τόν Μεσσία. Ενώ αύτοί τοϋ είπαν άπλώς ότι περνάει «ό Ίησοΰς ό Ναζωραΐος», έκεΐνος τόν φωνάζει «υιό τού Δαυίδ». Όλοι ήξεραν ότι ό Μεσσίας θά ήταν άπό τή γενιά τοΰ Δαβίδ· άλλα δέν είχαν όλοι πεισθεί ότι αύτός είναι ό άναμενόμενος Χριστός· μερικοί δέν ήθελαν οϋτε νά τό ακούσουν. Πάντως όλους τούς ενοχλούν οι φωνές τοΰ τυφλοΰ· γι΄ αύτό τόν επιτιμούν νά σωπάσει. Έκεΐνος όμως τούς αγνοεί καί αρχίζει νά φωνάζει περισσότερο.
Ή σταθερή καί θερμή του πίστη συγκινεί τόν Χριστό· ζητάει νά τόν φέρουν κοντά του. Καί γιά νά καταλάβει ό όχλος ότι άπό Αύτόν δέν ζητιανεύει χρήματα, άλλα τό φώς του, τόν ρωτάει: «Τί θέλεις νά σοΰ κάνω;» «Νά άναβλέψω», άπαντάει ό τυφλός. Καί ό Χριστός τόν θεραπεύει μέ τόν έξουσιαστικό του λόγο «άνάβλεψον» καί τόν προβάλλει έπαινώντας τήν πίστη του: «Ή πίστη σου σέ έσωσε».
Ή σωτηρία τοϋ τυφλοΰ δέν είναι μόνο ή θεραπεία τών σωματικών του ματιών. «Από διπλή τυφλότητα τόν ελευθέρωσε ό Χριστός», τονίζει ό άγιος Κύριλλος Άλεξανδρείας· «τήν σωματικήν καί τήν είς νουν καί καρδίαν». Καί ή μέν θεραπεία τής σωματικής τυφλότητας είναι άποκλειστικά δώρο τοΰ θεού. Ή θεραπεία όμως τής ψυχικής τυφλότητας άπαιτεΐ καί τήν ελεύθερη σύνεργασία τοϋ ανθρώπου· πρόκειται γιά κόπο διαρκοΰς καθάρσεως καί μετανοίας, πού καθιστά τόν άνθρωπο δεκτικό τοϋ θείου φωτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Παλαιά Διαθήκη ό όρος «ό βλέπων» αναφερόταν στούς θεόπτες προφήτες.

Γιατί ό βλέπων ένοχλεϊ;
Μόνο πού ό άνθρωπος πού βλέπει καθαρά τόν θεό καί πορεύεται κάτω άπό τό Φώς του, γίνεται -άθελα του- ένοχλητικός γι΄ αύτούς πού «ήγάπησαν μάλλον τό σκότος» καί ώς «τά φαύλα πράσσοντες μισούν τό φώς» (Ίω. 3,19-21). Ή ζωή τοϋ «βλέποντος» αποτελεί έλεγχο γιά αύτούς πού παραπατάνε στά σκοτάδια. Αυτή ή αλήθεια περιγράφεται συμβολικά μέ εύστοχο τρόπο στό διήγημα «Ή χώρα τοϋ τυφλού» τοΰ Αμερικανού λογοτέχνη Χ. Τζ. Ούέλς: Κάποιος νεαρός βρίσκει καταφύγιο σε μιά απομονωμένη φυλή έκ γενετής τυφλών. Σύντομα διαπιστώνουν ότι οι συνήθειες, οι κινήσεις καί γενικότερα ή συμπεριφορά του είναι πολύ διαφορετική άπό τόν δικό τους τρόπο ζωής, καί αυτό αρχίζει νά τούς ένοχλεί. «Ετσι τόν φέρνουν νά εξεταστεί άπό τούς γιατρούς τής φυλής. Ό γεροντότερος καί πιό σοφός άπό αύτούς γνωματεύει ότι έχει πειραχθει τό μυαλό του, διότι αρρώστησαν «αυτά τά παράξενα πράγματα πού έχει στά βαθουλώματα τοϋ προσώπου του (τά μάτια του)». Καί προτείνει μέ χειρουργική επέμβαση νά τά αφαιρέσουν, ώστε νά γίνει «απόλυτα ύγιής καί αληθινά νομοταγής πολίτης».
Ό μύθος επανέρχεται μέ διάφορες παραλλαγές στην παγκόσμια λογοτεχνία καί ουσιαστικά αποτυπώνει αυτό πού διαβάζουμε στή Σοφία Σολομώντος (2,12-15): «Δύσχρηστος μάς είναι ό δίκαιος- εναντιώνεται στά έργα μας· μάς ελέγχει καί μάς κατηγορεί ότι παραβαίνουμε τόν νόμο τοΰ θεού. Ακόμα καί ή παρουσία του μάς ένοχλεί».
Γιά μας άς είναι όχι μόνο χρήσιμος ό βλέπων καί δίκαιος, αλλά καί άσφα-λής όδηγός μας. Μόνο έτσι μπορούμε νά συμψάλλουμε μέ τόν Βλέποντα προφήτη Δαβίς: «Μέτοχος έγώ είμι πάντων τών φοβούμενων σε καί των φυλασ-σόντων τάς έντολάς σου... Άποκάλυψον τούς όφθαλμούς μου καί κατανοήσω τά θαυμάσια έκ τοϋ νόμου σου» (Ψαλμ. 118,63.18).

Άρχιμ. Β. Λ.

Δεν υπάρχουν σχόλια