Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1966)
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Αγαπητοί μου, σήμερα έχω την τεράστια τιμή και χαρά να αφιερώσω το πόνημά μου σε έναν τίμιο, αδέκαστο αλλά παρεξηγημένο εργάτη της ελληνικής γης, ο οποίος ομιλεί απλήστως την ελληνική, ΚΑΙ την κοινή ομολογουμένη της Θεσσαλίας, κατέχει χιλιάδες υγιής ζώα, (κυρίως μοσκάρια, χτήνη δηλαδή), δια κοινού με την πλουσιότατη και γαλαντόμο μητέρα του (ένας γονείς πρέπει να υποστηρίζει το παιδί του και να του κάνει και ακριβά δώρα για να χαίρεται, π.χ. Porshe, Lamborghini), η οποία μητέρα του απέκτησε τα χτήματά της με απολυτηρίωση και νόμιμους αποζημιώσεις, καταχυρωμένες με χαρτιά (όχι με ψευδές δηλώσεις, διότι δεν θα εκτεθόταν να απορριπτεί και να καταχαθούν όλα).
Ακούσατε, ακούσατε, μέχρι με την πάμφτωχη σύντροφό του (ένα μηχανάκι αρχαίο έχει η κοπέλα) τα έβαλαν οι ψευδές ειδήσεις, που αναμποχλεύουν την ζωή της και ζητούν περαιτέρα εξηγήσεις. Μάλιστα ο ίδιος κατηγορήθηκε όχι μόνο για σωρεία εικονικών αγροτικών επιδοτήσεων αλλά και για αρχαιοκαπηλία, για την οποία σχηματίστηκε δικογραφία, αλλά κατέθεσε προσφυγή και δήλωσε δικαιωμένος: «Μη μου χαλάτε τον ορμό. Θέλω να με ακούσετε σαφές: Όπως έχω προοπεί, πρόσφυγα προς του πορίσματος αυτό να καταχαθεί, να απορριπτεί. Τα λεφτά που βγάζω με τον τίμιο ιδρώτα μου τα διαθέτω να αγοράσω τροφές για τα μοσκάρια, να παχαίνονται, πληρώνω γιατρούς να μην πάθουν σηψημία …κλπ. κλπ.».
Θα αντιληφθήκατε, πιστεύω (μπορεί όμως να κάνω και λάθος), πως πρόκειται για τον γαλάζιο αγροτοαστέρα, Μαγειρία, με τ’ όνομα και πράμα! Ένα προκλητικότατο και θρασύτατο αγράμματο λεχρίτη, που κολυμπάει στα πλούτη με την …αξία του («Εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες, περήφανα περπάτησα μες στης ζωής τις στράτες…», που λέει και το άσμα) και δουλεύει ολόκληρη την Ελλάδα, που πένεται από τις αμέτρητες κομπίνες τής Α.Ε., που τον επιβραβεύει και τον προστατεύει.
Σκέφτηκα, λοιπόν, να ετυμολογήσω τα «μαργαριτάρια» του, αρχίζοντας από το επώνυμό του. Μαγειρίας, αυτός που είναι στα μαγειρεία, που είτε μαγειρεύει είτε κάνει την λάντζα.
Ο μάγειρος ετυμολογείται εκ των ρ. μάσσω+είρω. Το μάσσω είναι μέλλων του μαίομαι
(μάω, μαίω+άγω >μαίαγμαι >μαίογμαι >μαίομαι) και σημαίνει χειρίζομαι, ψηλαφώ, κατεργάζομαι. Το είρω εκ του άρω, με α>ει, που σημαίνει συνάπτω, αρμαθιάζω, δένω. Άρα ο μάγειρος είναι αυτός που συνάπτει την τροφή και την κατεργάζεται, την πλάθει.
Ο ήρωάς μας ακριβώς την ίδια δουλειά κάνει, με την διαφορά πως αυτός αντί για τροφή παίζει με το άφθονο χρήμα και επεξεργάζεται εμάς, που τον …θαυμάζουμε!
Η δε πένης σύντροφός του είναι πολύ μορφωμένη και ομιλεί …απλήστως πολλές γλώσσες. Το μόνο που κάνει απλήστως (=χωρίς να χορταίνει) είναι να χαίρεται και να επιδεικνύει τον πλούτο τού καλού της (αμ, τι, άσχημος θα ’τανε με τόσα λεφτά;)
Ο άπληστος ετυμολογείται εκ του στερητ. α+πίμπλημι (=πολύς, πλείων, με ει>η, και με αναδιπλασιασμό, πίπλημι >πίμπλημι, το μ χάριν ευφωνίας) και σημαίνει αυτόν που δεν ικανοποιείται, δεν χορταίνει με τίποτα.
Ασφαλώς ο αστήρ εννοούσε απταίστως, που σημαίνει χωρίς πταίσμα, σφάλμα αλλά…
Όσο για την κοινή ομολογουμένη, αυτή είναι η καθομιλουμένη. Κοντά έπεσε!!
Μην τον παρεξηγείτε όμως για τα γλωσσικά του ολισθήματα. Πού να προλάβει ο έρ’μος να μάθει γράμματα; Κόλπα μάθαινε από μικρός στο καλλίτερο σχολείο τής νεωτέρας Ελλάδος. Τι κι αν μπέρδευε λίγο τις πτώσεις, τις εκφράσεις; Ενίοτε, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, έκανε χρήση και της αττικής σύνταξης αλλά έκανε και αυτομάτως τις τροπές από ψιλά, σε μακρά, σε δασέα κ.ο.κ. Υγιής ζώα (για ένα σ θα τα χαλάσουμε;), νόμιμους αποζημιώσεις, ψευδές δηλώσεις (όσο να πεις, ένα θέμα με τα επίθετα το ’χει. Μήπως όμως κι εδώ κάνει μνεία τών πολλών γενών που υπάρχουν σήμερα;), καταχυρωμένες (αντί κατοχυρωμένες. Εδώ, πάλι κατά λάθος, μαρτύρησε το πόσο …άχυρα ήταν οι τίτλοι τής μάνας του), εκτεθόταν (του …εκτεθόταντος), ένας γονείς (το προβλέπει η κοινή ομολογουμένη, ο γονείς, του γονεί…, με η>ει), δια κοινού (Ε, αντί για από έβαλε διά. Σιγά το πράμα!), απορριπτεί, μοσκάρια, χτήνη (οι τροπές που λέγαμε), που θα πάθουν σηψημία (αντί σηψαιμία, το σάπισμα του αίματος. Και πάλι όχι μόνο έπεσε κοντά αλλά άθελά του ομολόγησε το πόσο σάπιος είναι αυτός και οι όμοιοί του) και θα καταχαθούν (θεσσαλική αδεία). Τα ζώα που παχαίνονται (Αμ, κι εσείς! Για ένα υ το κάνετε θέμα;).
Μην του χαλάτε τον ορμό (ειρμό ήθελε να πει, εκ του αρχαίου είρω=λέγω, αμ πώς;). Μήπως όμως εννοούσε τον ορμό εκ του ορμώ, δηλ. ότι του χαλάσαμε την φόρα μ’ εκείνη την παληοεξαταστική;
Όλα τα λεφτά η πρότασή του «Θέλω να με ακούσετε σαφές: Όπως έχω προοπεί, πρόσφυγα προς του πορίσματος…»!! Από πού να το πιάσεις και πού να τελειώσεις; Το προοπεί (=προείπει), αν το ει το γράφαμε με η, θα σήμαινε την …τρύπα που προηγήθηκε (προ+οπή) και στην οποία προ-νόησε να χώσει όλα τα περιουσιακά τής οικογένειας. Τρύπα χωρίς πάτο, που παίρνει κι άλλα, κι άλλα…!!
Μ’ εκείνο το αναμποχλεύουν (αντί αναμοχλεύουν=σκαλίζουν) φανέρωσε την μπόχα, που αναδίδει περαιτέρα (το χάνει όλο για ένα γράμμα!) όλη αυτή η υπόθεση.
Το τελειωτικό χτύπημα το άφησα για το τέλος. Η απολυτηρίωση χρησιμοποιείται αντί της απαλλοτρίωσης (η σύμφωνη με τον νόμο αναγκαστική αφαίρεση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας από το κράτος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, με υποχρεωτική καταβολή πλήρους αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη), αλλά και πάλι μας εξομολογείται τον καημό του και τον πόνο του, που δεν μπόρεσε να πάρει το απολυτήριο από όποια τάξη κι αν πήγε.
Να δούμε, το άριστο κόμμα του θα του δώσει απολυτήριο από τις κομπίνες ή θα τον αφήσει να μας κουνάει το δάχτυλο και να αναμποχλεύει την κόπρο; Γνωστή η πρακτική θα μου πείτε, καθώς και το αποτέλεσμα…
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com.

Αφήστε ένα σχόλιο