Header Ads

ΜΕ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ (Φ. 1964)

 

 

 

     Βαγγέλης Δ. Κόκκινος, ο νεότερος *

 

Η εγκατάλειψη της βαρειάς βιομηχανίας: επιλογές, κόστος, διέξοδοι»

  

«Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», όπως την χαρτογράφησε ο Δημήτρης Μπάτσης, πριν εκτελεστεί το 1952 κατά τις μετεμφυλιακές πολιτικές εκκαθαρίσεις, δεν είναι απλώς ένας οικονομικός κλάδος· είναι καθρέφτης της φιλοδοξίας και των επιλογών του κράτους, των κοινωνικών προτεραιοτήτων και της εθνικής αυτοπεποίθησης και αυτονομίας. Η μελέτη του Μπάτση, η οποία εμφανίζεται σε μεταγενέστερες ανατυπώσεις ως ένα ουσιαστικό και βαθιά επιστημονικό έργο, παραμένει απαραίτητη ανάγνωση για όποιον θέλει να κατανοήσει γιατί η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα δεν αποτέλεσε ποτέ μια σταθερή βάση για τη βιώσιμη εθνική ανάπτυξη.

Ο Μπάτσης ανέλυσε πώς η εκμετάλλευση των ορυκτών και ενεργειακών πόρων, ο σχεδιασμός (ή η απουσία) συνεκτικών βιομηχανικών σχεδίων και η ικανότητα του κράτους να καλλιεργήσει βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών καθόρισαν αν η εκβιομηχάνιση θα μπορούσε να είναι βιώσιμη και δίκαιη. Αυτή η διάγνωση -που διατυπώθηκε ήδη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αναπτύχθηκε σε μεταγενέστερες εκδόσεις- αναδιαμορφώνει τις γνωστές στατιστικές ως αποτελέσματα επιλογών και θεσμών, και όχι ως τεχνικό αναπόφευκτο.

Το σύγχρονο δίδαγμα είναι σαφές και εκφράζει πως όταν η βιομηχανική πολιτική μετατρέπεται σε μια σειρά από ad hoc προστασίες, πελατειακές επιδοτήσεις και βραχυπρόθεσμες αποφάσεις προμηθειών, το αποτέλεσμα δεν είναι ένας ανθεκτικός τομέας, αλλά ένα μωσαϊκό ολιγαρχικών δομών που αποκομίζουν κέρδη και αντιστέκονται στον εκσυγχρονισμό. Οι διάδρομοι της βαρειάς βιομηχανίας της Ελλάδας, όπως τους περιέγραψε ο Μπάτσης, συχνά απολιθώθηκαν σε οικοσυστήματα που επιδιώκουν κέρδη: το κεφάλαιο και η εργασία παρέμειναν σε ισορροπία χαμηλής παραγωγικότητας, ενώ οι πιθανές συνδέσεις ανάντη και κατάντη με την καινοτομία και τις εξαγωγές ατροφίασαν. Η αντιστροφή αυτής της κατάστασης απαιτεί θεσμική αξιοπιστία που δύναται να προκύψει από διαφανείς προμήθειες, στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις στην Ε&Α και την τεχνική κατάρτιση, καθώς και χρηματοδότηση που ανταμείβει τη βιώσιμη ανάπτυξη ικανοτήτων και όχι τα άμεσα πολιτικά οφέλη. Εν ολίγοις, ριζική συστημική μετατόπιση.

Μια μετατόπιση αυτού του βεληνεκούς, απαιτεί μια εκ βαθέως αλλαγή σκέψης και νοοτροπίας από τους χαράκτες πολιτικής. Οφείλουν να κατανοήσουν πως ένα εργοστάσιο είναι κάτι περισσότερο από μια γραμμή παραγωγής, είναι η ραχοκοκαλιά των πόλεων, ο δάσκαλος των επαγγελμάτων, το αποθετήριο της πολιτικής ταυτότητας. Όταν η πολιτική εγκαταλείπει αυτούς τους τόπους, το κοινωνικό κόστος δεν είναι μόνο η ανεργία, αλλά και η απώλεια αξιοπρέπειας, η πολιτική αποσύνδεση και η διαγενεακή απελπισία. Κάθε βιομηχανική στρατηγική πρέπει να συνδυάζει μακροοικονομικό σχεδιασμό με μέτρα που έχουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο: πραγματική (και όχι επιφανειακή) επανεκπαίδευση των εργαζομένων, περιφερειακή αναζωογόνηση και περιβαλλοντικές μεταβάσεις που προστατεύουν τόσο τα μέσα παραγωγής και διαβίωσης όσο και τα οικοσυστήματα, με τις αποδόσεις, χρηματικές ή παράπλευρες, να επιστρέφονται σε αυτούς που τις παράγουν.

Καταλήγουμε, συνεπώς, πως αν η Ελλάδα θέλει να αποκτήσει ξανά μια αξιόπιστη βάση βαρειάς βιομηχανίας, χρειάζεται μια στρατηγική εθνική συμφωνία: σαφείς προτεραιότητες, θεσμική συνέχεια πέρα από τους εκλογικούς κύκλους και το πολιτικό θάρρος να υποτάξει τον βραχυπρόθεσμο πελατειακό πολιτισμό στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη ικανοτήτων. Αυτή η υπομονετική εργασία -η ανασυγκρότηση ικανοτήτων, η επένδυση σε δεξιότητες και ενεργειακή υποδομή και η ευθυγράμμιση των δημόσιων οικονομικών με τη βιομηχανική μάθηση- είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος από τη νοσταλγία για τα παλιά εργοστάσια προς μια σύγχρονη, παραγωγική και κοινωνικά νόμιμη βαρειά βιομηχανία.

 

*O Ευάγγελος Δ. Κόκκινος, ο νεότερος, είναι δημοσιογράφος, γεωπολιτικός αναλυτής και τελειόφοιτος Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών επιστημών στο Αγγλικό πανεπιστήμιο του Derby.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια