UNICS - Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως [1872*] (Φ. 1887)
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
Πώς μας θωρείς ακίνητος;
Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;
Γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μάς δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;…
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει,
πατέρα, ένα χαμόγελο; Γιατί να μη σπαράζει
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρό σου
ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;
Ολόγυρά σου τα βουνά κι οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν.
Η θάλασσ’ αγριωμένη
από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ,
το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του.
Θυμάται την ημέρα,
οπού κι αυτή στον κόρφο της σαν τρυφερή μητέρα,
πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε. Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ’ άγιο πρόσωπό σου
τ’ άτιμα τα ραπίσματα… το βόγκο… τη λαχτάρα…
του κόσμου την ποδοβολή…
Θυμάται την αντάρα…
την πέτρα που σου εκρέμασαν… τη γύμνια του νεκρού σου…
το φοβερό το ανάβρασμα του καταποντισμού σου…
Δεν ελησμόνησε τη γη που σὄγινε πατρίδα,
ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμύδα
τη σάρκα σου εσαβάνωσε τη θαλασσοδαρμένη,
όταν, πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν’ οι ξένοι
το αίμα σου έγλειφαν κρυφά στα νύχτα του φονιά σου… *
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσά σου…
Το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
τ’ ανάστησε η αγάπη μας κι εδώ μαρμαρωμένο
θα στέκει ολόρθο, ακλόνητο κι αιώνιο θε να ζήσει,
να ’ναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ Ανατολή και Δύση…
Πενήντα χρόνοι επέρασαν σα να ’τανε μια μέρα!…
Για σας οπού είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκιές, πατέρα
πετούν οι ώρες άμετρες στου τάφου το λιμάνι…
Για μας… και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνει…
Πενήντα χρόνοι επέρασαν κι ακόμ’ η ανατριχίλα
βαθιά μάς βόσκει την καρδιά…
Με τα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι ο τάφος σου και στο μνημόσυνό σου
υψώνεται στον ουρανό το νεκρολίβανό σου
με των ανθών τη μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
του κόσμου που εζωντάνεψες…
Γέροντα τί σου λείπει;…
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου;…
Ποιός είν’ ο πόθος σου ο κρυφός και ποιό το μυστικό σου;…
Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι
κι από το γερο-Δούναβη ώς τ’ άγριο Κακοσούλι
έβραζε γη και θάλασσα… Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθί και ψυχομάχημα και δάκρυ και κατάρα…
Εβρόντουν κι άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια…
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ’ αχόρταγα τα χέρια,
κι ήτον ο πόλεμος χαρά· τα φονικά, παιχνίδια…
Μεμιάς θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
και μαύρα νέφη απλώνονται στου Κίσσαβου τη ράχη…
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κι οι βράχοι
μένουν παράλυτα, νεκρά, σα να ’χε διαπεράσει
κρυφό μαχαίρι αυτήν τη γη κι εσκότωσε την πλάση…
Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
σα σύγνεφο με το βοριά και μαυροφορεμένο,
σκοτίδιασε τον ουρανό με τα πλατιά φτερά του,
και με φωνή που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
ερέκαξε κι εβρόντησε… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!»…
Του μυστικού διαλαλητή πέφτει στη γη, στο κύμα
το φλογερό το μήνυμα κι από ένα τέτοιο κρίμα
εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμή σου
εθέριεψε, εζωντάνεψε τ’ άτιμο το σχοινί σου
κι έγινε φίδι φτερωτό στον κόρφο του φονιά σου…
Καλόγερε, πώς δεν ξυπνάς να ιδείς τα θαύματά σου;…
Αναστυλώνεται ο Μοριάς… Η Ρούμελη μουγκρίζει…
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει…
Παντού παράπονο βαθύ κι αλαλαγμοί και θρήνοι…
Διαβαίνει μαύρ’ η άνοιξη… Τα ρόδα μας, οι κρίνοι
λησμονημένοι τήκονται, και τα πουλιά σκιασμένα
αφήνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε στα ξένα…
Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
του Γένους το ξημέρωμα… Πάσα ματιά του σφάζει…
Διωγμέν’ από τον Κάλαμο, με την ψυχή στο στόμα,
χιλιάδες γυναικόπαιδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
να μείνουν ακυνήγητα…
Κι ο Χάρος δεκατίζει…
Ρυάζεται ο Βάλτος,
σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει…
Φλόγα παντού και σίδερο… δε θ’ απομείνει λώθρα…
Στην Κιάφα νεκρανάσταση… στου Πέτα καταβόθρα…
Πέτρα δε μένει ασάλευτη… κλαρί χωρίς κρεμάλα…
Ερμιά και ξεθεμέλιωμα στην Τρίπολη, στου Λάλα…
Κι όταν το χέρι εχόρταινε κι έπεφτε στομωμένο
να ξανασάνει το σπαθί στη θήκη αποσταμένο,
εφώναζε ο αντίλαλος… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός…
Κρεμούν τον Πατριάρχη!».
Φριμάζουν τα Καλάβρυτα… Καπνίζει το Ζητούνι…
κι η Μάνη η ανυπόταχτη τεντώνει το ρουθούνι
σαν το καθάριο τ’ άλογο, να μυρισθεί τ’ αγέρι
που, ταχυδρόμος τ’ ουρανού, με τα φτερά του φέρει
του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του…
Ο γιος τ’ Ανδρούτσου στη Γραβιά στυλώνει το κορμί του
κι επάνω του, σα να ’τανε θεόχτιστο κοτρόνι,
συντρίβεται η Αρβανιτιά με τον Ομέρ Βριόνη…
Φεγγοβολούν τα πέλαγα στην Τένεδο, στη Σάμο
και κάθε κύμα πὄρχεται να ξαπλωθεί στον άμμο
ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει… «Πολεμάρχοι!…
Εκδίκηση… άσπλαχνη… παντού…
Κρεμούν τον Πατριάρχη!»…
Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά στο Καρπενήσι
του Μπότσαρή του την ψυχή για να σε προσκυνήσει
σου στέλλει αιματοστάλαχτη… Στον τάφο του κλεισμένο
το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
δεν παραδίδει τ’ άρματα, δε γέρνει το κεφάλι…
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,
το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανό του,
και φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του
και θάφτεται ολοζώντανο… Στο διάβα του τρομάζουν
τ’ αστέρια που το κοίταζαν, και ταπεινά μεριάζουν…
Κλαρί δεν φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι
πὄμενε ακόμα πράσινο, τ’ αράπικο ποδάρι
το μάρανε, το σκότωσε… Χορτάσαν οι κοράκοι…
Στη Ράχωβα, στο Δίστομο με τον Καραϊσκάκη
αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι…
Θερίζει τ’ άσπλαχνο σπαθί κι ο πάγος σαβανώνει…
Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει
του λύκου μας του εφτάψυχου τ’ αχόρταγο λαρύγγι…
Ο κόσμος ανταριάζεται… Και τα σκυλόδοντά του
ξεριζωμένα πνίγονται με τα ρυασίματά του
στου Ναβαρίνου τα νερά… και φεύγει… Ανάθεμά τον!…
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ’ αστραπόβροντά των
και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη…
Μ’ αυτά… μ’ αυτά τα κόκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
εχτίσαμε, πατέρα μου, τη φτωχική φωλιά μας,
κι εκείθ’ εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας
π’ ανθοβολούν τριγύρω σου… Γιατί τα δάχτυλά σου,
ακίνητα, δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;…
Στ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ’ από την Ελλάδα
ερίζωσε τόσο βαθιά του Χάρου η φαρμακάδα,
π’ ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει
τα σφραγισμένα χείλη σου ν’ ανοίξει, να γλυκάνει;… *
Ούτε το φως το ακοίμητο, που στο πλευρό σου χύνει
αυτό μας το περήφανο, το φλογερό καμίνι;… *
Ούτε τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια…
Ούτε τα Βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,
που θα ’ρχονται να χαιρετούν του ποιητή τη λύρα,
και να ρωτούν πώς έγινε το ράσο σου πορφύρα;…
Τί θέλεις, γέροντ’, από μας;
Δε νιώθεις μια ματιά σου
πόσες θα εφλόγιζε καρδιές, κι από τα σωθικά σου
πόση θα εβλάστανε ζωή;… Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;…
Δε φέγγει μες στο μνήμά σου ούτε μια τέτοια μέρα;
Το μάρμαρο μένει βουβό… Και θε να μείνει ακόμα
ποιός ξέρει ώς πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα…
Κοιμάται κι ονειρεύεται… Και τότε θα ξυπνήσει,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει
το φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»…
Κυριάκος Κόκκινος,
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, Συστημικός Αναλυτής CSAP, Διαμεσολαβητής, Coach,Εκπαιδευτής Ενηλίκων
Αφήστε ένα σχόλιο