Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1877)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –82


 

  Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*


Αγαπητοί φίλοι και αναγνώστες

Το να ασχολείται κάποιος με ένα αντικείμενο σημαίνει πως αυτό εξυπηρετεί κάποια του ανάγκη, είτε οικονομική, είτε απλώς εσωτερική, είτε αναγόμενη στην επιθυμία κοινωνικής καταξίωσης-αποδοχής, είτε… είτε.

 

Ας δούμε αρχικώς τι πρέσβευαν οι αρχαίοι Έλληνες περί ανάγκης: «Γενικῶς, τὸ ἄφευκτον, τὸ πεπρωμένον, τὸ μοιραῖον, τὸ μὴ ὑποκείμενον εἰς τὴν ἐπίδρασιν τῆς βουλήσεως τῶν ἀτόμων, ὅπερ οἱ ἀρχαῖοι προσωποποιήσαντες, ἐδημιούργησαν τὴν Ἀνάγκην, θυγατέρα τοῦ Κρόνου, μητέρα τῶν Μοιρῶν» (Λεξικόν της Πρωίας, τόμ. Α΄, σελ. 233). Η άποψη αυτή αποδίδεται στον Πλάτωνα. Κρόνος-Χρόνος, λοιπόν, και Μοίρες, αυτές που καθορίζουν το μέλλον των ανθρώπων. Πολλά θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και για απόψεις άλλων Ελλήνων σοφών αλλά θα ξεφεύγαμε από τον κύριο σκοπό μας, που είναι η ετυμολόγηση της λέξεως, η οποία είναι άκρως ενδιαφέρουσα.

 

Σύνθετη λέξη εκ του ανά+άγχω, με χ>κ. Το άγχω όμως είναι κι αυτό σύνθετο ρήμα εκ του άγω (=έχω από κοντά) + άχος (=πίεση, θλίψη) και σημαίνει στραγγαλίζω, πιέζω δυνατά, πιέζω από κοντά (άγχι ή αγχού), πνίγω με αγχόνη. Η λέξη ανάγκη, λοιπόν, σημαίνει με την βία, την ίδια την βία, τιμωρία (επί σωματικού πόνου), αγωνία, συγγένεια (εκ του άγχι>αγχού =πλησίον, συγγενής εξ αγχιστείας), αλλά και έλλειψη, πενία, ένεκα αθλιότητας, κακοπάθειας. Η τελευταία έννοια φαίνεται πως έδωσε ιδέα στις ευρωπαϊκές γλώσσες και δανείστηκαν το ελληνικό βιότιον (=μικρό εισόδημα) και το βιώσιμον (=αυτό που πρέπει κάποιος να περάσει στην ζωή του) για να περιγράψουν την δική τους ανάγκη. Μέσω του φραγκικού bisia οι Γάλλοι είπαν την δουλειά besogne και την ανάγκη, την πενία besoin. Οι Ιταλοί bisogna και bisogno αντιστοίχως, οι Ισπανοί bisoñeria (=απειρία) και bisoño την ανάγκη και οι Άγγλοι business την επιχείρηση. Κατ’ άλλους, η ευρωπαϊκή ρίζα είναι το ελληνικό οψώνιον (=ψώνιο, αυτό που αγοράζεις εξ ανάγκης). 

 

Σκέφτομαι τούτη την εποχή με τόσο κρύο πόσο δύσκολο είναι για τους απλούς μεροκαματιάρηδες ψαράδες να πηγαίνουν για ψάρεμα με την μικρή τους βάρκα. Και πού να δείτε πόσο ακριβής είναι η ετυμολογία της! Εκ του ρήματος φάρω (=φέρω) και τα παράγωγα φορτίον, φόρτος, δημιουργείται ο βαρύς, με φ>β, που σημαίνει αυτόν που έχει βάρος, τον δύσκολο, τον αξιοπρεπή, τον σφοδρό. Αν στον βαρύ προσθέσουμε το ρήμα άγω παίρνουμε την βάρκα, αυτή δηλαδή που άγει, που μεταφέρει το βάρος.

Ο Ηρόδοτος (2, 41) μας μιλάει για την βάριν, ένα ποταμόπλοιο με ευρύ πυθμένα, ικανό να μεταφέρει εμπορεύματα, βάρος δηλαδή: «…ἀπικνέεται εἰς ἑκάστην πόλιν βᾶρις». Εκ της ελληνικής λέξεως οι Λατίνοι έφτιαξαν την δική τους barica ή barca, οι Γάλλοι barque, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί barca, οι Άγγλοι barque και bark, και οι Γερμανοί Barke.

 

Και μιας και πιάσαμε το υγρό στοιχείο, θα κάνουμε και την επίσης πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία της γέφυρας. Το Ετυμολογικόν το Μέγα γράφει σχετικώς: «Γέφυρα, ἡ κατὰ τὸν τόπον οἰκοδομή, δι’ ς οἱ ὁδοιπόροι πορεύονται. Παρὰ τὸ γῆ καὶ τὸ φυρ, τὸ ἀναμιγνύω, γήφυρά τις οὖσα, ἡ τ γ φυραθεῖσα καὶ ἐφ’ ὑγρῷ τόπῳ κειμένη, ἢ ἡ ἐφ’ ὑγροῦ γῆ, οἰονεὶ γέφυρά τις οὖσα …». Δηλαδή, με λίγα λόγια, η γέφυρα είναι ένα οικοδόμημα, που έχει αναμειχθεί με την γη και κείται σε υγρό τόπο ή η γη πάνω σε υγρό στοιχείο, και μέσω αυτής πορεύονται οι οδοιπόροι. Το ρήμα φύρω σημαίνει αναμιγνύω κάτι ξηρό με υγρή ουσία, κυρίως με την έννοια της φθοράς.

 

Ο Πίνδαρος αποκαλεί τον Ισθμό της Κορίνθου πόντου γέφυρα. Η γέφυρα όμως λέγεται και ποντιάς (εκ του ρήματος πατώ), από την αρχική σημασία της λέξεως πόντος, που σήμαινε το μέρος διαβάσεως. Ο Όμηρος δια της λέξεως πόντος εννοεί το βάθος της θάλασσας ή την ίδια την θάλασσα. Βένθος (=βάθος, όπως πάθος-πένθος) >βόνθος (ε>ο) >πόνθος (β>π) >πόντος (θ>τ). Πάτο λέμε κι εμείς σήμερα τον πυθμένα, πάντα εκ του πατώ.

 

Οι Λατίνοι ονόμασαν συνεκδοχικώς ένα είδος γέφυρας ponto (pons-pontis = αρχικώς στενή δίοδος). Οι Γάλλοι την είπαν pont, οι Ιταλοί ponte, οι Ισπανοί puente, οι Άγγλοι bridge και οι Γερμανοί Brücke (εκ του βρυξ-βρύχα =θάλασσα και οι δύο τελευταίοι).

 

Τον Πάπα τον λέμε και Ποντίφηκα (Pontifex), λέξη η οποία παράγεται εκ των πόντος+φύω (pontus+fio, facio). Πρόκειται για αρχιερατικό τίτλο και αρχικώς σήμαινε αυτόν που είχε την επιμέλεια και την φροντίδα της συντήρησης και επισκευής της γέφυρας του ποταμού Τίβερη στην Ρώμη.

 

Σήμερα μας έχει κατσικωθεί στον σβέρκο μας και μας …φροντίζει, μαζί με τους κηφήνες-υποτακτικούς του, με τα ροζ …μπολάκια στο κεφάλι τους.

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών

vlaxojohnmes@gmail.com  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια