Header Ads

Τότε που εγράφοντο οι Διεθνείς Συνθήκες (Β΄) /Φ.1812



του Αλέξανδρου Κωστάρα*


Είδαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού ότι της συντάξεως της Συνθήκης της Λωζάνης είχε προηγηθεί η ταραγμένη τριετία (Μάϊος 1919Σεπτέμβριος 1922), που έφερε σε πολεμική σύγκρουση την Τουρκία και την Ελλάδα, εξ αιτίας της απόβασης Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη. Μπορεί την απόβαση αυτή να την θεωρούμε εμείς δικαιολογημένη, διότι έγινε στο πλαίσιο της κατάληψης των εδαφών που μας αναγνώριζε η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Σεβρών και σε εκτέλεση της σχετικής «εντολής» που μας έδωσαν οι Άγγλο-Γάλλοι, ενώ εξυπηρετούσε παράλληλα τα σχέδιά μας για την απελευθέρωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού από τον Οθωμανικό ζυγό. Για τους Τούρκους όμως ήταν μια εισβολή στην χώρα τους, την οποία έσπευσαν να αποκρούσουν, όπως θα πράτταμε ασφαλώς και εμείς, αν ήμασταν στην θέση τους. Τα σχετικά πολεμικά γεγονότα της Μικράς Ασίας είχαν καταλυτική επίδραση στην διαμόρφωση της πολιτικής των ΝεόΤουρκων του Κεμάλ Ατατούρκ απέναντι στην Συνθήκη των Σεβρών του 1920, την οποία ουδέποτε απεδέχθησαν, άσχετα αν την υπέγραψε ο Σουλτάνος, τον οποίο και ανέτρεψαν τελικά θεωρώντας προδοτική την στάση του έναντι των όρων που του επέβαλαν οι Σύμμαχοι. Τα εδάφη που έπαιρνε από την Τουρκία η Συνθήκη των Σεβρών και τα παραχωρούσε στην Ελλάδα ήθελε πάση θυσία να τα κρατήσει ο Κεμάλ. Ήσαν αυτά που εκινδύνευσε να τα χάσει από την Μικρασιαστική Εκστρατεία του Ελληνικού Στρατού. Εάν τελικά έχανε τα εδάφη αυτά ο Κεμάλ με την Συνθήκη των Σεβρών και παρέμενε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός στις εστίες του, θα ακυρώνοντο στην πράξη οι προαναφερθείσες δύο Γενοκτονίες (των Αρμενίων και των Ποντίων), που απέβλεπαν στην εξάλειψη από την Τουρκία δια της μαχαίρας κάθε αλλοεθνούς και αλλόδοξου στοιχείου. Όλος λοιπόν ο στρατηγικός σχεδιασμός του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν να μη χάσει ούτε σπιθαμή από τα εδάφη της Μικράς Ασίας. Η θάλασσα δεν τον ενδιέφερε. Γι’ αυτό αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα, αυτός ο συμβίβαστος επαναστάτης, τον περιορισμό της κυριαρχίας της Τουρκίας στα 3 ναυτικά μίλια από τις Μικρασιστικές ακτές, ενώ συμφώνησε στην παραχώρηση στην Ελλάδα των νησιών του Βόρειο Ανατολικού Αιγαίου, με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο, που θα παρέμεναν υπό ένα ιδιόρυθμο καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα Δωδεκάνησα τα είχε χάσει ήδη η Τουρκία το 1911 στον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο..

Ο φόβος δε, μήπως η Ελλάδα επιχειρούσε από τα νησιά αυτά μια καινούργια επίθεση εναντίον της, υπαγόρευσε τον σχετικό όρο της Συνθήκης της Λωζάνης. Αυτή η συνδεδεμένη με τις πραγματικές περιστάσεις ιστορικό-βουλητική ερμηνεία της εν λόγω Συνθήκης αποδίδει το αληθές νόημα της απαιτούμενης αποστρατιωτικοποίησης των σχετικών νησιών στο άρ. 13 παρ. 1 αυτής.

Ας δούμε όμως την αδιαφορία της Τουρκίας προς την θάλασσα εκείνη την εποχή σε συνδυασμό με τις σημερινές διεκδικήσεις της. Ισχυρίζεται σήμερα η Τουρκία ότι έχει την μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Μεσόγειο. Και αυτά τα λέει βέβαια, για να στηρίξει τον νεο-οθωμανικό αναθεωρητισμό που προβάλλει η όψιμη επινόηση της «Γαλάζιας Πατρίδας» εκ μέρους της αποικίας των Μογγόλων που «ρίζωσε» τους τελευταίους 5 αιώνες σε δικά μας εδάφη με την ανοχή των «μεγάλων. Πέρα από την θυμηδία που προκαλεί ο ισχυρισμός αυτός, καθώς επιχειρεί να εκτοπίσει την δική μας αληθινή Γαλάζια Πατρίδα, την οποία επιμαρτυρεί ιστορία 5.000 χρόνων, που καθιέρωσαν την Ελλάδα ως την κατ’ εξοχήν ναυτική δύναμη, στην Μεσόγειο με πρωτιές ακόμη και σήμερα στην παγκόσμια ναυτιλία, υπάρχει και ένα άλλο ακόμη ζήτημα, που μας υποχρεώνει να κοιτάξουμε τον ισχυρισμό αυτόν των Τούρκων και από την άλλη του όψη: Την εν λόγω ακτογραμμή τους, που επικαλούνται οι Τούρκοι, δεν την απέκτησαν σήμερα. Την είχαν ήδη και κατά την εποχή που υπογράφετο η Συνθήκη της Λωζάνης, αφού προηγουμένως είχαν φροντίσει να εξαφανίσουν δια της μαχαίρας από τις ακτές τους Ευξείνου Πόντου τον Ποντιακό Ελληνισμό και από τα παράλια της Μικράς Ασίας τους αρχέγονους ελληνικούς πληθυσμούς της Ιωνίας.

Γιατί λοιπόν δεν υπερασπίσθηκαν αυτήν την ακτογραμμή τότε οι Τούρκοι, άλλα έσπευσαν, χωρίς καμιά απολύτως επιφύλαξη, να την απαλλοτριώσουν αποδεχόμενοι την στενή θαλάσσια ζώνη των τριών μιλίων από τις μικρασιατικές ακτές που τους αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λωζάνης σε όλο το μήκος του Αιγαίου Πελάγους από τον Βορρά μέχρι τον Νότο; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μάς ξαναγυρίζει στην προαναφερθείσα διαπίστωση: Από μόνη της η ακτογραμμή που κατείχαν οι Τούρκοι δεν έλεγε απολύτως τίποτε, εφ’ όσον αφμφισβητείτο έντονα τότε η κυριαρχία της στα εδάφη, που της χάριζαν αυτήν την ακτογραμμή. Έπρεπε λοιπόν πρωτίστως να εξασφαλίσει πάση θυσία την κυριαρχία της επί των σχετικών εδαφών. Και αυτό έπραξε αδιαφορώντας για την θάλασσα.

Άλλωστε δεν υπήρχαν τότε Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (Α.Ο.Ζ.). Και τα πετρέλαια με τους υδρογονάνθρακες, που θα μπορούσε να κρύβει στον βυθό του το Αιγαίο Πέλαγος, ούτε ως υποψία υπήρχαν εκείνη την εποχή στο μυαλό των Τούρκων.. Για ποιό λόγο λοιπόν να κατασκευάσουν και να υπερασπισθούν την «Γαλάζια Πατρίδα» οι Τούρκοι της εποχής, όπως πράττουν οι σημερινοί απόγονοί τους, όταν ακόμη και η βαμμένη από το αίμα «κόκκινη πατρίδα» τους δεν ήταν βέβαιο ότι θα περέμενε στην Μικρά Ασία εξ αιτίας της ρευστότητας των πολιτικό-στρατιωτικών συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί στην περιοχή;

Ανάλογες είναι και οι σκέψεις που μας οδηγούν μέσω των σχετικών πραγματικών συνθηκών στην ratio της «αποστρατιωτικοποίησης», την οποία προβλέπει επίσης στο άρ.14 εδ. β΄ η Συνθήκη των Παρισίων του 1947 σε σχέση με τα παραχωρούμενα στην Ελλάδα Δωδεκάνησα, τα οποία είχαν γίνει θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ή εξορμήσεων κατ’ επανάληψη στο παρελθόν. Αρκεί να θυμηθούμε τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο (19111912) και τον Β΄ Ιταλο-Λιβυκό πόλεμο (1923-1932). Ο φόβος να διασαλευθεί εκ νέου η διεθνής ειρήνη από τα Δωδεκάνησα, έστω κι’ αν άλλαζε δικαιούχο η κυριαρχία τους, ήταν αυτός που ανησύχησε ιδιαίτερα τους Σοβιετικούς και υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της απαίτησης αποστρατιωτικοποίησής τους εκ μέρους του υπουργού Άμυνας αυτών Μολότοφ. Εκείνο πάντως που πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση εδώ είναι το γεγονός ότι η Τουρκία δεν νομιμοποιείται να επικαλείται την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων. Αφ’ ενός μεν, διότι τα νησιά αυτά είχαν περιέλθει στην κυριαρχία της Ιταλίας ήδη από το 1911, πράγμα που επιβεβαιώθηκε με την επίσημη καταχώρησή στην Συνθήκη της Λωζάνης της παραίτησης της Τουρκίος υπέρ της Ιταλίας από οποιαδήποτε διεκδίκηση των νησιών αυτών, αφ’ ετέρου δε, διότι η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στην Συνθήκη των Παρισίων!

Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα 
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης


Δεν υπάρχουν σχόλια