Header Ads

Επίκαιροι στίχοι της εποχής μας Φ.1774

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
  


Γράφει και Επιμελείται: ο Θεόδωρος Ν. ΣΑΡΕΛΑΣ


Ζούμε μια δύσκολη εποχή ένα σκληρό παρόν που έφερε στη χώρα μας το μαύρο παρελθόν και αυτό το έφεραν όλοι οι εθνοπατέρες και ο λαός τι έφταιγε που μας φέραν μαύρες μέρες.

Μέρες αβεβαιότητας πενίας ημέρες ατελείωτες μέρες αγωνίας γιατί συνέχεια κλείνουν μαγαζιά, κλείνουν επιχειρήσεις κι αυξάνονται οι άνεργοι αυξάνονται οι απολύσεις στερείται ο κόσμος της τροφής στερείται την υγεία στερείται ότι ανθρώπινο μέσα στην απεργία σπίτια χωρίς ηλεκτρικό και σήμερα ζούνε με λάμπες και λυχνάρια και ζουν και δίχως θέρμανση και πολλά νοικοκυριά και σε εφεδρεία έβαλαν και όλους τους υπαλλήλους γιατί ήταν πολλοί σε διαθεσιμότητα τους έβαλε η Βουλή χαράτσια θα πληρώνουμε σαν να “μαστε ραγιάδες όπως μας καταντήσανε οι εθνοπατέρες εκείνοι που τα φάγανε κανένας δεν πληρώνει κι όλα τα βάρη που μας έφεραν ως εδώ ο κόσμος δεν τα σηκώνει * ονόματα δεν θα σας πω γιατί τους ξέρετε όλοι αυτούς που έχουν δύναμη και μαύρο παρελθόν και γεμάτο πορτοφόλι μέσα σ’ αυτή τη συμφορά συνέχεια όσοι ζούνε δεν βρίσκουνε διέξοδο κι έτσι αυτοκτονούνε | Κανείς δεν ξέρει σίγουρα πότε αυτή η κρίση θ’ αρχίσει να υποχωρεί και πότε θα σταματήσει Ο Θεός να βάλει το χέρι του να βγούμε από την κρίση.

Μα όμως κανείς δεν το ξέρει πότε θα σταματήσει.

Οι Νέοι μας σαν τα πουλιά σκορπίσανε για άλλα μέρη και τα χωριά μας γέμισαν με βάτα και με φτέρη... αφήσανε και φύγανε χωριά μας αγαπημένα και άφησαν τους γέρους εκεί και λόγκοσαν τα χωράφια σαν σταθμός κατάντησαν που δεν περνάει τρένο...

Πήγαν να βρουν την τύχη τους σε μακρινές πατρίδες όνειρα που ποδοπάτησαν κι όλες τις ελπίδες... και στα χωριά μας ερημώσανε οι δρόμοι, οι πλατείες τα καφενεία κλείσανε ρημάξανε τα χωράφια και ποιος να καλλιεργήσει. Χωριό μου όμορφο γλυκό που είσαι μια μαγεία κι έχεις όλα τα καλά εκεί στην επαρχία τέτοια κατάντια έχουμε να δούμε απ’ το σαράντα αφού το λαό μας έσπρωξαν στην πείνα και στην εξαθλίωση φόροι μπαίνουν αβάσταχτοι κανένας δεν αντέχει σε βάραθρο μας ρίξανε και γι’ αυτούς πέρα βρέχει . για τα εκατομμύρια που έχουν ορισμένοι διόλου δεν συγκινούνται μόνον τους συνταξιούχους και τους μισθωτούς πάντα ποδοπατούνται...» κι αυτούς βάζουν πάντα μπροστά και στο μαντρί τους κλείνουνε για άρμεγμα και τους έχουν ξεθεώσει και αυτοκτονούνε γι’ αυτό όλος ο λαός λέει ξεκουμπιστείτε κι αυτό θα βγει στις εκλογές και να το θυμηθείτε Κι εδώ θα μου πείτε ποιος να βγει παρόμοιοι είναι όλοι των δυο μεγάλων δυστυχώς οι ίδιοι σχεδόν είναι οι ρόλοι... μέρα τη μέρα ακούγονται κατάμαυρες ειδήσεις και υπουργό αφασκέλωτο δεν έχουν να αφήσεις ακούτε τι λένε οι γέροντες που έμειναν στα χωριά μας ο ένας γεράκος κοίταζε το χτήμα του και ήταν λυπημένος ποιος ξέρει τι σκεφτότανε και τούτος ο καϋμένος που τα παιδιά τους φύγανε και πήγανε στα ξένα κι έγιναν υπάλληλοι που ήτανε αφέντες και ο τόπος μας ερήμωσε και ο γέροντας μας είπε - πενήντα χρόνια δούλευα να φτιάξω στα παιδιά μου περιουσία και τώρα συλλογίζεται των παιδιών του την απουσία που άφησαν τα χτήματα και φύγαν για τα ξένα και ποιος θα δουλέψει, ποιος θα οργώσει τις ελιές και ποιος θα τις κλαδέψει . κοίταζε ο γέρος τα χωράφια του και βαριαναστενάζει που μια ζωή εδούλευε και τον έφαγε η ζέστη και τ’ αγιάζι τα παιδιά του έφυγαν και πήγανε στα ξένα για να καζαντήσουνε και μια άνετη ζωή να ζήσουν κι ούτε που το σκέπτονται πίσω για να γυρίσουνε.

Εγώ που τα χτήματα τα όργωνα όταν ήμουνα νέος τώρα φυράνανε τα μπράτσα μου μαζί κι η δύναμή μου κι έχασα το κουράγιο μου κι άρχισε ο γέρος να δακρύζει κι άρχισε ο γέρος να σκουπά τα ματοτσίνορά του γιατί τα σύνορα δεν τα ξέρουνε ποια είναι τα χωράφια τους τα παιδιά του γιατί δεν ακολούθησαν του γέρου τα αχνάρια τα παιδιά του που άφησαν το γάμο και πήγαν για πουρνάρια ο γέρος εφύτεψε τα λιόδεντρα και τα είχε σαν τα παιδιά του και τα βλέπει τώρα που έχουν αγριέψει και καίγεται η καρδιά του γιατί τώρα ανάμεσα στα δέντρα πάλι εφύτρωσαν τα έρημα τα βάτα που σκέπασαν τα λιόδεντρα ξανά πανάθεμά τα και τώρα όπως καταντήσανε δεν είναι ικανοί μαζί με τη γυναίκα του για να απλώσουνε πανιά ελιές για να μαζέψουν και κοιτάζει ο γέρος το χωράφι του κοιτάζει και τη γριά του και από την απελπισία τους γυρίζουν τα άντερά τους Ελλάδα τι τους έφταιξες κι όλοι σε καταδιώκουν από τα χρόνια τα παλιά πώς να σε χαντακώσουν... πέρασες χρόνια δύσκολα και ταραγμένα χρόνια αλλά σε πείσμα μερικών να στέκεσαι ακόμα... πολλοί σε ξεπουλάγανε σε ξένους αφεντάδες αλλά και κάποιοι Έλληνες εδώ φανήκαν κλεφταράδες... τρόπους μηχανευόντανε ποιος να πρωτοκλέψει - καθόλου δεν τους ένοιαζε για σένα ποιος να δουλέψει . στην πλάτη σου Ελλάδα μου πλουτίζανε όσοι σε κυβερνούσαν σε πουλάνε στο άστραμα αρκεί να κονομούσαν και ο λαουτζίκος πλήρωνε κι ο λαός πληρώνει γιατί πήρες πια τον κατήφορο και κανένας δεν τη σώζει.

*Ο κ. Θεόδωρος Σαρέλας, είναι κειμενογράφος


Δεν υπάρχουν σχόλια