Header Ads

Η ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΜΠΑΪΝΤΕΝ φ.1742

ΔΙΕΘΝΗ ΘΕΜΑΤΑ

Η μεσανατολική πολιτική της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν


Του Αντώνη Π. Πίκουλα *

Οι ΗΠΑ, μετά και τη σύντομη παρένθεση της προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, επαναφέρουν την εξωτερική τους πολιτική σε μία πιο γνώριμη τροχιά. Όσον αφορά, δε, το νευραλγικό χώρο της Μέσης Ανατολής παρατηρείται μια αξιοσημείωτη μεταβολή της αμερικανικής στάσης, με τις εξαγγελίες του σημερινού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, όπως και με τα έγγραφα που συντάσσονται από Λευκό Οίκο και State Department να εκφράζουν τόσο γνωστές ύστερες ψυχροπολεμικές και μεταψυχροπολεμικές θέσεις, όσο και μια πιο φρέσκια ανάγνωση του διεθνούς συστήματος.

Στο εκδοθέν από τον Λευκό Οίκο, τον Μάρτιο του 2021, έγγραφο «Interim National Security Strategic Guidance» γίνεται αναφορά στις προτεραιότητες για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Και ως τέτοια αξιολογείται η ασταθής περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι ΗΠΑ ανανεώνουν και εκφράζουν ρητώς την αδιασάλευτη δέσμευσή τους για τη διατήρηση της ασφάλειας του Ισραήλ, αναζητώντας συγχρόνως την περαιτέρω ενσωμάτωσή του στην «κοινωνία» των κρατών της Μέσης Ανατολής, δηλαδή την ειρηνική του συνύπαρξη με τον γείτονα αραβικό κόσμο. Ταυτόχρονα, αναφορικά με το παλαιστινιακό ζήτημα επιθυμούν να αναλάβουν εκ νέου το ρόλο του προαγωγού μιας βιώσιμης λύσης στη βάση «δύο λαοί – δύο κράτη».

Οι ΗΠΑ συνεχίζουν από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τον Πόλεμο των Έξι (6) ημερών να είναι η προστάτιδα δύναμη και ο βασικός υποστηρικτής του Ισραήλ, ενώ επανειλημμένα η Ουάσινγκτον έχει προσπαθήσει να συνδέσει τον ρόλο αυτόν με εκείνον του μεσολαβητή στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση, ρόλο που απεκδύθη την προηγούμενη τετραετία με τον πρόεδρο Trump να αναγνωρίζει όχι μόνο τα Ιεροσόλυμα ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, αλλά και να μην αντιτίθεται στα σχέδια του πρωθυπουργού του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου για προσαρτήσεις εδαφών στην περιοχή της Δυτικής Όχθης.

Το ζήτημα του Ιράν παραμένει υψίστης σημασίας για την αμερικανική εξωτερική πολιτική ασφαλείας, όπως έχουν αποδείξει και οι επί σειρά ετών οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ και ο οικονομικός πόλεμος έναντι του Ιράν. Η αποτροπή της ιρανικής επιθετικότητας, της προόδου των ιρανικών πυρηνικών ερευνών και η παρεμπόδιση της εξέλιξης του ιρανικού πυρηνικού οπλοστασίου βρίσκονται ακόμα πολύ ψηλά στον κατάλογο των αμερικανικών προτεραιοτήτων. Ο περιορισμός της επιθετικής πυρηνικής ικανότητας του Ιράν, το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος και παραβιάζει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT), αποτελεί σταθερά μεταψυχροπολεμικό στόχο των ΗΠΑ (από το 2000 περίπου) και ως τέτοιος παραμένει και για την κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία συγχρόνως προτάσσει την αποτροπή των απειλών κατά της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών της Μέσης Ανατολής, προερχόμενων είτε από το Ιράν είτε από έτερα κράτη της περιοχής.

Ο επίσης δεδηλωμένος, ήδη από το 2001, – με την υιοθέτηση του στρατηγικού δόγματος του προληπτικού πολέμου (δόγμα Μπους) – αγώνας των ΗΠΑ ενάντια στην Αλ Κάιντα και τα συσχετιζόμενα με αυτή τρομοκρατικά δίκτυα, ο οποίος επεκτάθηκε και στην προεδρία Ομπάμα, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι ΗΠΑ αυτή τη φορά δεσμεύονται να αγωνιστούν για να εμποδίσουν την επανεμφάνιση του ISIS, ενώ αντιλαμβάνονται και ως προτεραιότητα στην περιοχή την προσπάθεια αντιμετώπισης ανθρωπιστικών κρίσεων και την ένταση των ενεργειών για επίλυση των περίπλοκων ενόπλων συγκρούσεων που απειλούν την περιφερειακή σταθερότητα. Η προσέγγιση αυτή αποτελεί γέννημα της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.

Συνάμα, μπορεί η εμπλοκή των ΗΠΑ, μεταψυχροπολεμικά, στη Μέση Ανατολή να υπήρξε συνεχής, αλλά μόλις πρόσφατα άρχισαν να αντιλαμβάνονται τις ιδιαιτερότητες της περιοχής και των πολιτισμών της.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν διακηρύσσει πως ο δρόμος της στρατιωτικής επέμβασης πρέπει να είναι η έσχατη λύση και πως το βασικό εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ δεν είναι η στρατιωτική της μηχανή, παρ’ ότι κορυφαία, αλλά η διπλωματία της. Οι ΗΠΑ, που παρέμειναν στρατιωτικά αμέτοχες στα πεδία των επιχειρήσεων μετά το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ και καθ’ όλη την ύστερη μεταψυχροπολεμική περίοδο, επανήλθαν σ’ αυτά με τον Πόλεμο του Κόλπου και έκτοτε η στρατιωτική τους παρουσία στη Μέση Ανατολή υπήρξε συνεχής. Πλέον και μετά την προεδρία Ομπάμα, ο oποίος έδειξε απροθυμία να στείλει χερσαία στρατεύματα στη Συρία, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί ο κύκλος της αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων από την περιοχή, με την επιστροφή σύντομα και των τελευταίων δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Αξιοσημείωτο τυγχάνει επίσης, ότι οι ΗΠΑ σήμερα διακηρύσσουν πως δεν πρόκειται να δώσουν λευκή επιταγή στους συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή, προκειμένου να ακολουθήσουν μια πολιτική που δεν συνάδει με τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα και αξίες. Τούτο, δε, βρίσκεται και σε συμφωνία με την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να διακόψει την υποστήριξη οποιωνδήποτε επιθετικών επιχειρήσεων στην Υεμένη, βάζοντας τέλος στην αμερικανική εμπλοκή στον πόλεμο που ξεκίνησε επί προεδρίας Ομπάμα.

Προς την κατεύθυνση της λήξης του πολέμου στην Υεμένη οι ΗΠΑ έχουν, μάλιστα, υποστηρίξει και ενισχύσει τις προσπάθειες του ΟΗΕ.

Παρά το γεγονός ότι οι προτεραιότητες των ΗΠΑ στο χώρο της Μέσης Ανατολής φαίνονται να παρουσιάζουν κάποια συνέπεια, τόσο στην ύστερη ψυχροπολεμική, όσο και στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, αυτό που φαίνεται να διαφοροποιεί την πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι η αντίληψη για το πως θα εξυπηρετηθούν καλύτερα τα αμερικανικά συμφέροντα ασφαλείας στην περιοχή. Αυτό ήταν και το κληροδότημα της κυβέρνησης Ομπάμα, της οποίας την κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική ασφαλείας έχει υιοθετήσει. Έχει καταστεί πλέον αντιληπτό ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν είναι κατάλληλο εργαλείο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων στον χώρο της Μέσης Ανατολής, γι αυτό και οι ΗΠΑ, με την απαγκίστρωσή τους από την περιοχή, αποσκοπούν στην αποκλιμάκωση των περιφερειακών εντάσεων και τη δημιουργία του απαραίτητου χώρου στα κράτη της περιοχής, ώστε να συνειδητοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και η ιστορική απόφαση του προέδρου Biden να προβεί σε αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων και μάλιστα την ημέρα της 106ης επετείου της Αρμενικής Γενοκτονίας. Πρόκειται για μια αναμφίβολα ηχηρή απόφαση, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμών, καθ’ ότι είναι γνωστή η δυσανεξία της τουρκικής διπλωματίας αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα και ενώ οι ΗΠΑ δεν φαίνονται να έχουν πρόθεση αντικατάστασης της Τουρκίας ως βασικού παράγοντα της αμερικανικής στρατηγικής στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, αξιώνουν, ωστόσο, την πλήρη και χωρίς όρους επάνοδο της Τουρκίας στην δυτική τάξη ασφάλειας.

*Ο κ. Αντώνης Πίκουλας είναι Δικηγόρος στο Πρωτοδικείου Κορίνθου και πολιτικός επιστήμων..

Δεν υπάρχουν σχόλια