Header Ads

ΜΕ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ (Φ. 1943)

 

 

     Βαγγέλης Δ. Κόκκινος, ο νεότερος (μέλους Ε.Ι.Ε.Δ.)*

 

Πώς μετατρέπεται η προμήθεια οπλικών συστημάτων σε βιομηχανική πολιτική


Η πρόσφατη αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ελλάδας — από τα αεροσκάφη Rafale έως τα επερχόμενα F-35 και τις φρεγάτες Belharra — σηματοδοτεί μια σοβαρή δέσμευση για την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, πέρα από τα άμεσα στρατιωτικά οφέλη, υποβόσκει ένα κρίσιμο ερώτημα που απαιτεί άμεση προσοχή: Αυτή η εισροή προμηθειών θα μεταφραστεί σε μια διαρκή υποστήριξη για τη βιομηχανική και τεχνολογική βάση της Ελλάδας ή θα ενισχύσει απλώς την εξάρτησή μας από ξένους προμηθευτές;

Ιστορικά, οι αμυντικές προμήθειες της Ελλάδας ήταν σε μεγάλο βαθμό συναλλακτικές. Οι έως τώρα συμφωνίες — υποσχέσεις ξένων αναδόχων να επενδύσουν στην τοπική βιομηχανία ή να μεταφέρουν τεχνολογία σε αντάλλαγμα για συμβάσεις — συχνά δεν έχουν φέρει τα υποσχόμενα οφέλη. Ακόμα κι αν είναι «καλοπροαίρετες», αυτές οι συμφωνίες συχνά καταλήγουν σε εφάπαξ επενδύσεις χωρίς να δημιουργούν ένα βιώσιμο οικοσύστημα καινοτομίας και παραγωγής. Το αποτέλεσμα; Η Ελλάδα παραμένει καταναλωτής, όχι παραγωγός, σε έναν τομέα που είναι κρίσιμος τόσο για την εθνική της ασφάλεια όσο και για την οικονομική ανθεκτικότητα.

Αυτή η χαμένη ευκαιρία δεν περιορίζεται στην χώρα μας. Πολλά έθνη έχουν αντιμετωπίσει την ίδια πρόκληση, αλλά ορισμένα έχουν μετατρέψει με επιτυχία τις προμήθειες άμυνας σε κινητήριο δύναμη για ευρύτερη βιομηχανική ανάπτυξη. Η Νότια Κορέα και το Ισραήλ, για παράδειγμα, αξιοποίησαν τις αμυντικές τους ανάγκες για να δημιουργήσουν βιομηχανίες ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμα και η Τουρκία, επένδυσε σημαντικά στην εγχώρια έρευνα και ανάπτυξη και σε συμφωνίες συμπαραγωγής, καλλιεργώντας έναν αμυντικό τομέα που σήμερα εξάγει σημαντικές ποσότητες στρατιωτικού εξοπλισμού, αυξάνοντας πιο επιτακτικά την ανάγκη για ανάπτυξη ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.

Ως εκ τούτου, το διακύβευμα για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλό. Οι γεωπολιτικές πραγματικότητες της Ανατολικής Μεσογείου απαιτούν όχι μόνο αγοραστική δύναμη, αλλά και στρατηγική αυτονομία — την ικανότητα να σχεδιάζει, να κατασκευάζει και να συντηρεί κρίσιμες αμυντικές τεχνολογίες στο εσωτερικό της χώρας. Χωρίς αυτό, η Ελλάδα κινδυνεύει να εξαρτάται διαρκώς από την ξένη τεχνολογία και να είναι ευάλωτη στις μεταβαλλόμενες πολιτικές συνθήκες.

Για να επιτευχθεί αυτό, η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει ένα νέο μοντέλο προμηθειών. Αντί να αγοράζει απλώς έτοιμες πλατφόρμες, οι μελλοντικές συμβάσεις άμυνας θα πρέπει να περιλαμβάνουν ισχυρές ρήτρες συν-ανάπτυξης και συν-παραγωγής που θα απαιτούν από τους ξένους προμηθευτές να ενσωματώσουν τις ελληνικές εταιρείες βαθιά στην αλυσίδα αξίας, όπως φαίνεται πως επιχειρείται να υλοποιηθεί με την τέταρτη φρεγάτα Belharra. Αυτό σημαίνει την προώθηση συνεργασιών όπου οι Έλληνες μηχανικοί, τεχνικοί και κατασκευαστές δεν θα είναι απλώς εργολάβοι, αλλά ενεργοί συνεργάτες στο σχεδιασμό, τις δοκιμές και την παραγωγή.

 

Επιπλέον, η κυβέρνηση πρέπει να συντονίσει τις προμήθειες άμυνας με μια ευρύτερη βιομηχανική πολιτική, επενδύοντας σε κίνητρα για την έρευνα και ανάπτυξη, την επαγγελματική κατάρτιση και τις υποδομές που υποστηρίζουν την κατασκευή υψηλής τεχνολογίας. Οι νεοσύστατες επιχειρήσεις και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επικεντρώνονται σε τεχνολογίες αιχμής, όπως τα drones, η κυβερνοασφάλεια και η τεχνητή νοημοσύνη, πρέπει να ενσωματωθούν στις αλυσίδες εφοδιασμού της άμυνας, δημιουργώντας έναν θετικό κύκλο καινοτομίας.

Οι αμυντικές δαπάνες δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται μόνο ως ένα στοιχείο του προϋπολογισμού για την εθνική ασφάλεια, αλλά πρέπει να αποτελέσουν καταλύτη για την οικονομική μεταμόρφωση. Η μελλοντική στρατηγική ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν εξαρτάται μόνο από το τι αγοράζει, αλλά και από το τι κατασκευάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια