Header Ads

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ - ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ φ.1720

 

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

  


Ο Αγιος Διονύσιος έζησε και μεγάλωσε στην Αθήνα την εποχή του Χριστού και των Αποστόλων . Λόγω της μεγάλης του μόρφωσης και σοφίας ανακηρύχθηκε μέλος του Αρείου Πάγου . Παράδοση 3αναφέρει πως την ημέρα της Σταύρωσης του Κυρίου βρισκόταν στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου και, παρατηρώντας την ανεξήγητη έκλειψη ηλίου που πραγματοποιήθηκε αναφώνησε τα λόγια « ή η φύσις αλλοιούται ή θεός πάσχει»

Πίστεψε στον χριστιανισμό όταν άκουσε το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου βρήκαν εύφορη γη την βαθιά καλλιεργημένη ψυχή του αγίου, που αναζητούσε τη θεία αλήθεια , κι έτσι έγινε ένας από τους πρώτους χριστιανούς της Ελλάδας.

Μετά από τη βάπτισή του πήγε στην Ιεροσόλυμα και έζησε κοντά στην Παναγία μέχρι τα θαυμαστά γεγονότα της Κοιμήσεως της , λέγοντας πάντα πως « τα χαρακτηριστικά της και όλη της η εμφάνιση μαρτυρούσαν πως είναι Μητέρα του Θεού». Περιόδευσε σε πολλά μέρη της Δύσης , όπου κήρυξε τον ευαγγελικό λόγο και ερμήνευσε τις ιερές γραφές .

Υπήρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικών συγγραμάτων. Οταν έφτασε στο Παρίσι συνελήφθη και αργότερα αποκεφαλίσθηκε. Μαζί του μαρτύρησαν και δυο μαθητές του. Ο ηγεμόνας της περιοχής έδωσε εντολή να μη θάψει κανείς τα άγια λείψανα των μαρτύρων , όμως κάποιοι χριστιανοί τα φύλαξαν και , όταν δεν υπήρχε πλέον φόβος, τα ενταφίασαν με τιμές. Λείψανα του θησαυρίζονται στο Αγιον ΄Ορος. Ο Αγιος υπήρξε επίσκοπος Αθηνών. Είναι πολιούχος Αγιος της Αθήνας και προστάτης των Ελλήνων, δικαστικών .

Την ημέρα της εορτής του, στις 3 Οκτωβρίου , αργούν τα σχολεία του Δήμου Αθηναίων και οι δικαστικές υπηρεσίες όλης της χώρας.

Πηγή: Πυρσός Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2020 - Ελένη Αρμπή





  


29 Νοεμβρίου 2020 : ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Δέν είναι συχνό τό φαινόμενο ένας πλούσιος νά έχει υπαρξιακές ανησυχίες. Νά θέλει νά έχει σχέση μέ τόν Θεό. Νά είναι βέβαιος ότι τά αγαθά του δέν επαρκούν γιά νά δει τή ζωή στην προοπτική της αιωνιότητας. Νά συνειδητοποιήσει τή ματαιότητα των κτημάτων καί των χρημάτων, άπό τή στιγμή πού ή φθορά καί ό θάνατος θά αγγίξουν καί τόν ϊδιο. Νά μή νικηθεί άπό τήν ευκολία τοΰ «φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γάρ άποθνή-σκωμεν». Νά αγαπήσει, έκτος άπό τό νά χρησιμοποιήσει. Νά νοιαστεί γιά τους άλλους αληθινά, άπό.τήν καρδιά του, νά πιστέψει ότι ό πλούτος του υπάρχει γιά νά προσφέρει στους μή έχοντας.

Ό διαφορετικός πλούσιος

Στό Ευαγγέλιο συναντάμε, έκτος άπό τους πλούσιους προς αποφυγήν, καί έναν τέτοιο πλούσιο. Ζητά νά κληρονομήσει τήν αιώνια ζωή. Εχει τηρήσει τίς εντολές τοΰ μωσαϊκού νόμου. Εχει δηλαδή επιλέξει νά τηρεί τόν λόγο τού Θεού, ώστε νά μπορεί νά διεκδικεί τό δικαίωμα στην κοινωνία μαζί του. Μέσα του διασώζεται ή αίσθηση ότι μέ κάποιον τρόπο πρέπει νά συμφιλιώσει τόν εαυτό του μέ τόν Θεό. Νά μή γίνει ό τρόπος ζωής του εμπόδιο στην αιωνιότητα. «Ομως δέν εΐναι βέβαιος. Καί ζητά άπό τόν Χριστό τήν αλήθεια γιά τήν πνευματική του κατάσταση. Πώς μπορεί νά κληρονομήσει, νά προσθέσει στά αγαθά του δηλαδή, τή Βασιλεία τού Θεού. Ή απάντηση πού λαμβάνει άπό τόν Χριστό θά τόν λυπήσει. Ο Κύριος τοΰ ζητά νά εγκαταλείψει όλα τά αγαθά του. Νά τά πουλήσει καί νά δώσει τά χρήματα στους φτωχούς καί νά τόν ακολουθήσει. Ο πλούσιος δέν μπορούσε νά φανταστεί τή ζωή του χωρίς τά αγαθά. Καί ό Χριστός θά πει στους μαθητές του, γιά νά τά ακούσει καί ό πλούσιος: «Πόσο δύσκολα θά μπουν στή Βασιλεία τοΰ ΘεοΟ αυτοί πού έχουν τά χρήματα» (Λουκ. 18,24).

Τά χαρακτηριστικά τοϋ ύλιστή

Ο πλούσιος εΐναι ό εκφραστής του υλιστικού πνεύματος κάθε εποχής. Ο ύλιστής άνθρωπος αισθάνεται παντοδύναμος. Με γνώμονα τά χρήματα καί τά αγαθά του πορεύεται στή ζωή με μοναδικό φόβο του μήπως χάσει τά αγαθά του. Γι’ αυτό ή κύρια φροντίδα του εΐναι ή διατήρηση καί ή αύξηση τους. Ή ελεημοσύνη δέν εΐναι στίς προτεραιότητες του. Δυσκολεύεται ϊσως νά κατανοήσει γιατί δέν τόν αγαπούν, άλλα δέν τόν νοιάζει. Ακόμη καί τή σκέψη τού θανάτου τή μεταφέρει στό απώτερο μέλλον, Ή ζωή του όλη είναι στό σήμερα, γιατί έχει ό,τι θέλει.

Ο ύλιστής άνθρωπος δυσκολεύεται νά διακρίνει καί νά αποδεχτεί τήν αλήθεια γιά τό νόημα τής ζωής του. Ακόμη κι όταν ενδιαφέρεται γιά τό τί ζητά ό Θεός άπό αυτόν, κατεβάζει τόν Θεό στά δικά του μέτρα. Θέλει άπό Εκείνον νά τοϋ επιβεβαιώσει ότι ή ζωή του είναι εντάξει. Καί γι’ αυτό τηρεί τίς εντολές τής πίστης συνήθως επιφανειακά. Δέν είναι όμως σέ θέση νά αποδεχτεί ότι πίστη σημαίνει ό Θεός νά εΐναι ή προτεραιότητα τής ζωής, καί όχι τά αγαθά. «Οτι τό θέλημα τοϋ Θεού είναι πιό πάνω άπό τίς δικές μας πεποιθήσεις. Από τόν τρόπο ακόμη τοϋ πολιτισμού. Καί τό θέλημα τού Θεού συνίσταται στό δόσιμο τοϋ εαυτού μας σ’ Εκείνον. Είναι σκληρή ή αλήθεια αυτή γιά τόν ύλιστή. Συνεπάγεται ένα νέο προσανατολισμό τής ζωής του. Τήν παραίτηση μέ τή θέληση του άπό τήν παντοδυναμία του, την έξοδο άπό τό «έγώ» ώς τό κέντρο τής ζωής του, τό μοίρασμα των αγαθών καί τήν άκολούθηση του Χριστού. Ο ύλιστής όμως δέν μπορεί νά δεχτεί αυτόν τόν δρόμο. Καί λυπάται.

Ο ύλιστής, επειδή ελπίζει στον εαυτό του καί στά αγαθά του, δέν μπορεί νά ελπίσει στον Θεό. Γι’ αυτόν ή ζωή είναι άσπρο-μαϋρο. Ο Θεός όμως δίνει ευκαιρίες στον άνθρωπο μέχρι τό τέλος τής ζωής του καί θά συνεχίσει νά δίνει καί στον ύλιστή, γιά νά καταστήσει τό αδύνατο δυνατό. Ο ύλιστής όμως προτιμά νά συνεχίσει τή ζωή του όπως τήν έχει προσανατολίσει, αφήνοντας τόν Θεό στην άκρη. «Ετσι τό περιθώριο τής μετάνοιας μικραίνει. Τίποτε όμως δέν μπορεί νά προδικασθεί. Ή αγάπη τοΰ Θεού δέν μειώνεται. Μόνο πού ό χρόνος κυλά σε βάρος τού ύλιστή. Καί ή εξάρτηση άπό τά αγαθά, τόν τρόπο τοΰ κόσμου, τό έγώ στερούν τήν ευκαιρία τόσο τής αλλαγής όσο καί τής χαράς τής νέας ζωής. Τής στράτευσης στον δρόμο πού ζητά ό Χριστός. Αυτόν τής αγάπης, τής διακήρυξης τής σωτηρίας πού σχετίζεται μέ τόν Χριστό στην Εκκλησία, τού προσανατολισμού στην αιωνιότητα.

Νά χαρούμε τά απλά

Αυτός είναι ό πολιτισμός μας σήμερα. Εχει μεταφέρει τό αίσθημα τής παντοδυναμίας όχι μόνο στους πλούσιους, άλλα καί στον κάθε άνθρωπο πού γοητεύεται άπό τά υλικά αγαθά. Κάνει τόν άνθρωπο νά ξημεροβραδιάζεται στά καταστήματα γιά νά αποκτήσει τά περιττά. Δεν του επιτρέπει νά κατανοήσει τή μεγάλη αλήθεια: οτι μόνο ή αγάπη γιά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο νοηματοδοτεΐ τή ζωή μας καί μας κάνει νά νικούμε τόν θάνατο. «Οτι ή ελπίδα μας έχει όνομα: εΐναι ή σχέση μας μέ τόν Θεό καί ή εμπιστοσύνη στό θέλημα του. Εϊναι ό δικός του δρόμος μέσα στην Εκκλησία. Καί παρότι διαψευδόμαστε άπό τόν υλισμό, επιμένουμε σ’ αυτόν. Γιά νά μένουν τά υπαρξιακά «γιατί;» αναπάντητα.

«Ας αγωνιστούμε γιά νά αντιστρέψουμε τήν όδό τοΰ αδύνατου. Νά βρούμε τήν αλήθεια πού είναι ό Χριστός καί νά πάψουμε νά λυπόμαστε γιά τά όσα υλικά δέν έχουμε. Καί γνωρίζοντας τά όρια μας νά βρούμε τελικά τήν ελπίδα πού μέσα άπό τή μετάνοια καί τό δόσιμο θά μας κάνει όχι νά κληρονομήσουμε, άλλα νά δοθούμε στή χαρά της Βασιλείας! Γιά νά εκτιμήσουμε έτσι τά άπλα εκείνα της ζωής: τήν ομορφιά τοϋ κάθε άνθρωπου, τή ζεστασιά τοϋ δοσίματος, της παραίτησης άπό ό,τι μας κάνει νά χρησιμοποιούμε τους άλλους, όχι όμως καί νά δενόμαστε αληθινά μαζί τους. Αλλιώς, νά κατανοήσουμε καί νά ζήσουμε τί είναι ή Εκκλησία!

π. Θ.Μ


Δεν υπάρχουν σχόλια