18 Νοεμβρίου 2018 : ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
Η ΘΕΟΜΑΧΟΣ ΑΦΡΟΣΥΝΗ
«Εχουν καί οί πλούσιοι άγχος;
Είναι φανερό ότι γι’ αύτό ό Χριστός χαρακτήρισε τόν πλούσιο τής παραβολής «άφρονα». Ούσιαστικά ήθελε νά τοϋ πει: Εσύ, πού είσαι τόσο ίκανός στή «διοίκηση επιχειρήσεων», δεν έπιτρέπεται νά βλέπείς τά πράγματα τόσο μυωπικά, θά έπρεπε νά διαχειρίζεσαι τά ύπάρτοντά σου βλέποντας τόσο μακριά, ώστε νά χαίρεσαι τή ζωή σου όχι μόνο «είς έτη πολλά», άλλα καί μετά τόν βιολογικό σου θάνατο. Εσύ, όμως, ούτε καί τώρα φαίνεται νά περνάς καλά, άφοϋ «σφόδρα όδυνώμενος καί πάσχων», κατά τόν άγιο Κύριλλο, επαναλαμβάνει γεμάτος άγχος τή φράση «τί νά κάνω;»·μιά φράση, πού ταιριάζει περισσότερο σέ φτωχούς παρά σέ πλούσιους σάν κι εσένα, θά μποροϋσες πολύ πιό εύκολα καί πιό άποδοτικά νά έκανες ευρυχωρία στίς άποθήκες σου άδειάζοντας τούς παλαιούς καρπούς σέ «γαστέρες πενήτων» καί συγχρόνως «θησαυρίζοντας θησαυρούς έν ούρανω».
«Καί έστω», συνεχίζει ό άγιος Κύριλλος, «τούς καρπούς τούς έξασφάλισες στίς καινούργιες άποθήκες σου. Τά «έχη πολλά», όμως, άπό πού θά τά εξασφαλίσει; Μή καί τοϋτο γέννημα σόν; Μή καί τοϋτο αγαθόν σόν;». Καί ό άγιος Ίάκωβος ό άδελφόθεος τόν έπιπλήττει: «Δεν ξέρείς ότι ή ζωή μας «άτμίς έστι πρός ολίγον φαινόμενη, έπειτα δέ άφανιζομένη»; Έπομένως, πρίν κάνεΐς ότιδήποτε θά έπρεπε νά λές: «Εάν ό Κύριος θελήση καί ζήσωμεν» (Ίακ. 4,13). Άντίθετα, έσύ άγνοώντας τόν θεό διακηρύττεις, κατά τόν άγιο θεοφύλακτο: «Ούδένα θέλω κοινωνόν. Με κανένα δεν θέλω νά τά μοιραστώ. Δικά μου είναι· δέν είναι τοϋ θεοΰ. Μόνος μου λοιπόν θά τά απολαύσω. Ού τόν θεόν προσλήψομαι είς τήν τούτων άπόλαυσιν. Ούτε με τόν θεό δέν θέλω νά τά μοιραστώ».
«Νούς άποστάς άπό θεοΰ»
Ιδού λοιπόν, πώς ή αφροσύνη τής φιλοκτημοσύνης καί φιλαργυρίας αργά ή γρήγορα όδηγεϊ σέ έωσφορική άποστασία άπό τόν θεό. Καταλήγει ό πλούσιος νά βλέπει τόν θεό, όπως ό ταλαίπωρος ό Ντόκινς, σάν απειλή γιά τή δήθεν «εύτυχία» του καί σάν «διεκδικητή» τών δήθεν «αγαθών» του. Άρα ή πλεονεξία είναι κάτι χειρότερο άπό τήν «είδωλολατρία», όπως τήν ονομάζει ό άπόστολος Παϋλος, άφοϋ μπορεί νά καλλιεργήσει στόν πλεονέκτη θεομάχο διάθεση, όδηγώντας τον στή βλάσφημη κραυγή: «Φύγε άπό μένα. Δέν θέλω νά ξέρω τό θέλημα σου... Τί θά κερδίσω άν σέ επικαλούμαι καί προσεύχομαι σέ σένα;» (Ίώβ 21,14).
««Ω τής άλογίας», ξεσπάει δικαιολογημένα ό Μέγας Βασίλειος. Μοναδικό «κέρδος» γιά τόν πλούσιο είναι νά έχει νά φάει, νά πιει καί νά εύφραίνεται ή ψυχή του γιά πολλά χρόνια. Μά μπορεϊ νά χορτάσει ή ψυχή μέ υλικά αγαθά; «Μόνο άν ήταν χοίρου ή ψυχή σου», συνεχίζει μέ πρωτοφανή όξύτητα ό θεοφάντωρ τής Καισαρείας, «μόνο τότε θά τής έταζεϊ τέτοια δήθεν καλοπέραση. Τόσο άποκτηνωμένος είσαι νά τήν ταίίζεις μέ τίς τροφές τής σάρκας, καί όσα ό άφεδρώναί ύποδέτεται, αύτά νά τής παραπέμπει;»
Απαίτηση φορολόγων ή παράδοση εις θεόν Λόγον;
Τελικά τά «πολλά χρόνια», πού περίμενε νά ζήσει ό πλούσιος, δέν ήταν ούτε μία μέρα. Τό ίδιο βράδυ, κάποιοι «φοβεροί άγγελοι ώσπερ άπηνεΐς φορολόγοι» θά πήγαιναν νά «άπαιτήσουν» τήν ψυχή του. Ό δίκαιος άνθρωπος, λέει ό άγΐος θεοφύλακτος, «ούκ άπαιτεΐται τήν ψυχήν, άλλα ό ϊδιος τήν παραδίδει στόν θεό χαίρων καί άγαλλόμενος. Ενώ ό άμαρτωλός, πού έχει καταντήσει τήν ψυχή του σκέτη σάρκα, τήν έχει κάνει νά είναι δυσαπόσπαστη άπό τό σώμα. Γι΄ αύτό κι αύτοί πού θά έρθουν νά τήν πάρουν, θά τήν αρπάξουν, χωρίς εκείνη νά θέλει». Εκείνη λοιπόν τή στιγμή, τί θά τήν ωφελήσουν όλα αύτά τά «αγαθά», πού είχε μαζέψει; Ποιός θά τά καρπωθεί; Όταν τό 306 π.Χ. ό Δημήτριος ό Πολιορκητής κατέλαβε τά Μέγαρα καί τά λεηλάτησε, θέλοντας νά δείξει ότι είναι καλλιεργημένος άνθρωπος, ενδιαφέρθηκε γιά τήν τύχη τοϋ Μεγαρέως φιλοσόφου Στίλπωνος. «Οταν οι στρατιώτες του βρήκαν τόν γέροντα φιλόσοφο, ό Δημήτριος τόν χαιρέτησε μέ σεβασμό καί τόν ρώτησε, μήπως τοϋ άρπαξαν τίποτε άπό τά πράγματά του. Τότε ό Στίλπων μέ κάποια ειρωνεία τοϋ άπάντησε: «Δέν είδα κανέναν νά κουβαλάει τά πράγματά μου. Ή δική μου περιουσία είναι τέτοια πού δέν μπορεί κανείς νά μοϋ τήν αρπάξει, γιατί τήν έχω κρυμμένη μέσα μου. Πόλεμος γάρ ού λαφυραγωγεΐ άρετήν». Προφανώς πολλοί «έν σκιά καθήμενοι» πρό Χριστοϋ -καί φυσικά καί με-τά Χριστόν μή χριστιανοί- ήταν καί είναι πολύ πιό μυαλωμένοι άπό τόν άνόη-το πλούσιο τής παραβολής. «Ομως ό Χριστός δέν ήρθε νά μάς διδάξει μιά νεφελώδη ηθική καί άρετολογία, καί μάλιστα μέ τήν απειλή τοϋ θανάτου. «Ήρθε νά «μαρτυρήση τη άληθεία». Καί ή αλήθεια είναι ότι Αύτός είναι ή ζωή καί ή χαρά τοϋ κόσμου· καί ή έκ μέρους μας έν ελευθερία καί κατά τό δικό του θέλημα διαχείριση όλων τών χαρισμάτων του έχει ώς άποτέλεσμα, άπό έδώ καί τώρα νά μοιραζόμαστε μέ Αύτόν τόν άνεξάντλητο καί αναφαίρετο «πλούτο τής δόξαϊ της κληρονομίας του έν τοΐς άγίοις» (Έφεσ. 1,18).
Άρχιμ. Β. Λ.
Αφήστε ένα σχόλιο