Header Ads

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ φ.1707

Η Κοίμησις της Θεοτόκου




του Χρήστου Φαραντάτου*


Η 15η Αυγούστου είναι μεγάλη θεομητορική εορτή. Κατ’ αυτήν, η Εκκλησία μας εορτάζει και πανηγυρίζει την κοίμηση της Υπεραγίας μας Θεοτόκου Μαρίας, της οποίας την μήτραν θρόνον εποίησεν ο προ αιώνων υπάρχων Θεός ημών, δια να σαρκωθή ως άνθρωπος ο Υιός και Λόγος του Θεού και σώσει τον απολωλότα και πλανώμενον άνθρωπον.

Πλήθος ναών εν Ελλάδι και παγκοσμίως είναι αφιερωμένοι στη μνήμη Της, διότι τα θαύματά Της είναι αναρίθμητα, κατέχει δε την κορυφαία θέση, από καταβολής κόσμου, μεταξύ των γυναικών και μέχρι της συντελείας του αιώνος. Κατά τον ιστορικόν μας Κων. Παπαρρηγόπουλον (1815 – 1891) είναι «η σώτειρα του Έθνους ημών!».

Η εορτή της Κοιμήσεως καθιερώθη τον 6ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (539 – 602) εορτάζεται δε σήμερα σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, αλλ’ ιδιαιτέρως στην Ελλάδα με εξαιρετική λαμπρότητα και με κυριώτερο κέντρο προσκυνήματος την νήσο Τήνο.


Πολλές προφητείες μας παρουσιάζουν την Θεοτόκον πολύ πριν της επιλογής Της από τον Θεό πατέρα ως μητέρας του Υιού και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού. Ο Ησαΐας λέγει τον 8ο π.Χ. αιώνα «Ιδού, η Παρθένος έξει εν γαστρί και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ (=μεθ’ ημών ο Θεός)». Επίσης προεικονίζεται, κατά τους αγίους πατέρες, και από θαύματα και μεγάλα γεγονότα, όπως «Η κλίμαξ του Ιακώβ», που βλέπομε στην ακολουθία του Ευαγγελισμού, όπου ο αρχάγγελος Γαβριήλ την χαιρετά με τις φράσεις «χαίρε βάτε άφλεκτε, χαίρε βάθος δυσθεώρητον, χαίρε η γέφυρα η μετάγουσα προς τους ουρανούς και κλίμαξ μετάρσιος, ην ο Ιακώβ εθεάσατο, χαίρε θεία στάμνε του μάννα, η φέρουσα το γλυκαίνον τα των ευσεβών αισθητήρια!». Αλλά και «η βάτος» του όρους Χωρήβ, την οποίαν ο Μωυσής είδε να καίεται, χωρίς να κατακαίεται, την Παναγία μας προεικονίζει, διότι, καίτοι εδέχθη εντός αυτής το φοβερόν πυρ της Θεότητος, κατά τρόπον θαυμαστόν και υπερφυσικόν δεν εκάη» (Οράτε Ακάθιστον Ύμνον). Ακόμη και η διάβασις της Ερυθράς Θαλάσσης την Παναγία προεικονίζει. Εκεί ο Μωυσής ήταν διαιρέτης του ύδατος, εδώ ο Γαβριήλ ήταν υπηρέτης του θαύματος, διότι εκεί μεν τον βυθόν επέζευσεν (= εβάδισε, διήλθεν πεζή) αβρόχως ο Ισραήλ, νυν δε τον Χριστόν έτεκεν ασπόρως η Παρθένος.

Η Παναγία μας εγεννήθη από μητέρα στείρα, την Άνναν και γέροντα πατέρα τον Ιωακείμ, κατόπιν θερμών παρακλήσεων προς τον Θεόν, στον οποίον έταξαν και αφιέρωσαν την γεννηθείσα κόρη, ονομασθείσαν Μαρία (=ισχυρά, ένδοξος, ελπίς). Η καταγωγή της ήταν λαμπρά και βασιλική, προερχομένη από τον οίκον Δαυΐδ. Εις ηλικίαν 3 ετών παρεδόθη στον Ναόν του Σολομώντος, παραμείνασα μέχρι 12 ετών. Στα 16 της χρόνια εμνηστεύθη τον δίκαιο Ιωσήφ, όστις έπαιζε τον ρόλον του φύλακος αγγέλου, ουδεμίαν συζυγικήν σχέση συνάψας μετ’ αυτής. Έτσι, η Παναγία μας έγινε η θυγάτηρ του ουράνιου Πατρός, μήτηρ του Υιού του Θεού και νύμφη του Παναγίου Πνεύματος. Κατά την θείαν γέννηση ήταν 17 ετών, κατά την σταύρωση 50, κατά δε την κοίμησή της περίπου 60 ετών.

Η εορτή της Κοιμήσεως δεν είναι πένθιμος, είναι ευφρόσυνος, διότι δεν εορτάζομε τον θάνατο, αλλά την αγία Κοίμηση και την Μετάστασή Της στους ουρανούς, όπως λίαν προσφυώς ομολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296 – 1359) ο αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης μας: «ο θάνατος αυτής ζωηφόρος εις ουράνιον και αθάνατον μεταβιβάζεται ζωήν και η τούτου χαρμόσυνος εορτή και παγκόσμιος εστί πανήγυρις».

Στην πολυύμνητο Παναγία μας, που είναι θερμή προστάτις και βοηθός του ελληνικού Έθνους, αλλά και υπέρμαχος στρατηγός και πολυούχος των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, αρμόζει πάσα δοξολογία και ουδείς λόγος εξαρκεί προς ύμνον των θαυμασίων της.

Υπενθυμίζουμε λίαν περιληπτικώς:

α) Την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως το 626 κατά την πολιορκία της από τους Αβάρους και Πέρσες επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (575 – 641) και Πατριάρχου Σέργίου (610 – 639).

β) Την αποτυχούσα παταγωδώς πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως την άνοιξη του 672 από τους Άραβες, που διήρκεσε ολόκληρον επταετίαν επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (648 – 685), καθ’ην ο μηχανικός Καλλίνικος έφερε το υγρό πυρ.

γ) Την επιτυχή απόκρουση και πλήρη καταστροφή των εκ βορρά επιδραμόντων ληστών το 865, όπου οι Έλληνες μετέφεραν στη θάλασσα το ωμοφόριο της Παναγίας από τον ιερό ναό των Βλαχερνών, με αποτέλεσμα να πνεύσει ισχυρός άνεμος – ενώ υπήρχε νηνεμία – και να καταστραφούν και τα 200 πλοιάρια των επιδρομέων. Αλλά και στη νεώτερη ιστορία μας η βοήθεια της Παναγίας υπήρξε έκδηλη και αναμφισβήτητη.

Το 1821 αρχίζει η Επανάστασις των Ελλήνων επισήμως στις 25 Μαρτίου, ημέραν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου η Εκκλησία μας ευλόγησε τις σημαίες και τα όπλα των επαναστατών στη μονή της Αγ. Λαύρας, επικαλουμένη την Παναγία μας: «Δεύρο, μήτερ του Θεού προς ημάς», ο δε πόλεμος διεξήχθη για τη θρησκεία και της πατρίδος την ελευθερία. Και δεν ήταν τυχαία η εύρεσις της εικόνος της Ευαγγελιστρίας της Τήνου το 1823, έργον του ευαγγελιστού Λουκά, εορταζούσης έκτοτε της μνήμης Της επισήμως, την οποία ημαύρωσε το 1940 ο ύπουλος τορπιλλισμός του αντιτορπιλλικού μας ‘ΕΛΛΗ’, που ναυλοχούσε εκεί προς απόδοση τιμών, κατά διαταγή του Ιταλού δικτάτορος Μουσσολίνι (1883 – 1945), που είχε οικτρόν τέλος.

Κατά τον επακολουθήσαντα επικόν και τιτάνιον αγώνα μας στα βουνά της Β. Ηπείρου εναντίον της επιτεθείσης φασιστικής Ιταλίας υπάρχουν μαρτυρίες των μαχητών μας, όπου κατά τις θυελλώδεις επιθέσεις των έβλεπαν να προηγείται μια μαυροφορεμένη γυναίκα και αυτή ήταν αναμφιβόλως η Υπέρμαχος Στρατηγός μας. Η Εκκλησία μας, ευχαριστούσα και ευγνωμονούσα την Παναγία μας, για τη συμβολή της στην εποποιία του ’40, μετέθεσε από του 1952 τον εορτασμό της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου στην 28η Οκτωβρίου, δια να συνεορτάζεται με την εθνική εορτή.

Η Παναγία μας, το κάλλος αυτό της ανθρωπίνης φύσεως, η κυήσασα ως αμνάς τον Αμνόν και Λόγον του Θεού, κατέστη το εργαστήριο της σωτηρίας μας, χαρακτηρίζεται δε ως τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, υψηλοτέρα των ουρανών και καθαρωτέρα λαμπηδόνων ηλιακών.

Όλοι οι θεόπνευστοι και θεοπρεπείς λόγοι που τιμούν την Παναγία μας, τα μεγαλυνάρια, οι ύμνοι, οι χαιρετισμοί και οι πνευματικές ωδές μαρτυρούν και υπογραμμίζουν την αγάπη και τον σεβασμό μας προς το άγιο και σεπτό πρόσωπό Της, διότι δι’ Αύτης, ως κατ’ εξοχήν εκλεγείσης υπό του Θεού, συνετελέσθη η σωτηρία του κόσμου.

Η πατρίς οφείλει και πρέπει να προσφεύγει πάντοτε στην υπέρμαχο στρατηγό του Γένους, επικαλουμένη την σκέπη, την βοήθεια και την προστασία Της. Ιδιαιτέρως ο ένδοξος στρατός μας, πέραν της ισχύος και της πολεμικής του ετοιμότητας, οφείλει να τιμά, να ευλογεί και να δοξάζει το άγιο όνομά Της, διότι, αν χρειασθεί, και πάλιν η Παναγία μας θα αποτελέσει τον μεγάλον του ακαταμάχητου προστάτη και σύμμαχον. Σημ. Εγράφη σχετικόν άρθρον υπό του ιδίου στη ΦτΚ (2 Σεπτ. 2019).

* Ο κ. Χρίστος Φαραντάτος, είναι Υποστράτηγος ε.α. διαμένων στην Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια