Χρονο – Γράφημα Φωνή βοώντος …(Φ. 1957)
Γράφει - Επιμελείται Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ν. ΣΑΡΕΛΑΣ
Ε, ρε σύ, Εξουσία! Σε σένα μιλάω πολιτική εξουσία, που κάθε τετραετία ή και λιγότερο σε ψηφίζουμε για να μας κυβερνήσεις! Σου φωνάζουμε χρόνια τώρα να δείξεις λίγη φροντίδα και για τούτον τον έρημο, τον δικό μας ορεινό τόπο που όλο και βουλιάζει στην ερημιά και να μην περνάει, χρόνια τώρα, το ενδιαφέρον σου ξώφαλτσα, ίσα για μια ανάσα ζωής, σάμπως και δεν μπορείς να μας δεις ούτε να μας ακούσεις έτσι ξεκομμένοι καθώς είμαστε στην άκρια του νομού, πίσω από βουνοκορφές και σύννεφα, καταμεσής. Και πρώτα-πρώτα να μας φτιάξεις έναν αμαξιτό δρόμο της προκοπής για να 'χουμε ασφαλή πρόσβαση με τον άλλο κόσμο και να μην τη βγάζεις κάθε τόσο με ρηχά κι επισφαλή μπαλώματα «μιας χρήσης» και ξέρεις πως ο δρόμος είναι βασική υποδομή για την ανάπτυξη | ενός τόπου. Αλλ' έτσι είναι. Εξουσία είσαι κι έχεις το πάνω χέρι στις σχέσεις σου με τους υπηκόους σου. Κι άλλοτε απλώνεις τ' αυτιά σου κι ακούς αυτά που σε συμφέρουν κι άλλοτε τα μαζεύεις και τα διπλώνεις και κάνεις την κουφή, γιατί αλληθωρίζεις και κατά το πολιτικό κόστος, δηλαδή τι θα σου αποφέρει κάθε έργο σε ψήφους και σε ό,τι άλλο παράπλευρο ωφέλημα κι έτσι αλλού είσαι καλόβολη και καταδεχτική κι αλλού αυταρχική κι αλαζονική. Το ξέρω, έχεις πολλά προβλήματα και θέματα να λύσεις και δεν φτάνει ο φτωχός προϋπολογισμός μίας φτωχής από πάλαι ποτέ ψωροκώσταινας, γιατί ο παγαπόντης ρωμιός ξέρει να κρύβει το φορολογητέο εισόδημα κι είναι και τα λα-μόγια που σαν αρουραίοι ροκανάνε το δημόσιο χρήμα κατά τη διαδρομή του.
Κάπου-κάττου όμως σε πιάνει και το πατριωτικό και ξεπετάγεσαι και δείχνεις τη γαλαντομία σου, συνήθως λίγο πριν απ' τις εκλογές και που είναι συνήθως υποσχέσεις ανεκπλήρωτες, πολιτικά τερτίπια. Να, όπως μας έταξες πριν από λίνα χρόνια εννιά ». Κι ύστερα: «Θα αναζητηθεί ποτέ ευθύνη απ' τους υπαίτιους ή θα τους ανταμείψουμε πάλι;». Και πάλι: «Ούτε φωνή ούτε ακρόαση, σκέτη απαξίωση». Και τέλος, με πικρία κι απογοήτευση: «Όνειρο ήταν και πάει!»
Σου μιλάμε και δεν ακούς. Σα να φωνάζουμε στην ερημιά, φωνή βοώντος. Έτσι, όπως είχε χαρακτηριστεί εδώ και πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια το κήρυγμα του Ιωάννη του Προδρόμου στην έρημο της Ιουδαίας, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω!». Και δεν έχουμε τίποτ' άλλο για να σε ζορίσουμε, εξόν απ' τη φωνή μας. Μία φωνή αναιμική από μία χούφτα ανθρώπους, κουκιά μετρημένα οι ψήφοι. Και δεν μπορούμε πως αλλιώς να σε ζορίσουμε για να κάνεις αυτά που υποσχέθηκες κι άλλα που έχει ανάγκη ο τόπος και δεν έκανες μέχρι τώρα. Αν είμασταν πολλοί κι είχαμε δυνατή φωνή, μυριάδες στόματα, μυριάδες ψήφοι, μπορεί να σου κεντρούσαμε τ' αυτιά και ξέρεις ότι «φωνή λαού ίσον οργή Θεού». Κι αν πάλι είμασταν θρησκεία, δεν θα σου ήταν εύκολο να μας περιπαίζεις με τάματα, γιατί δεν μπορείς να ξεγελάσεις εύκολα τον Θεό, αφού οι επιτετραμμένοι άγιοι θα κάθονταν επίμονα στη συνείδηση σου με υψωμένη τη ρομφαία και θα σε γέμιζαν με ενοχές και φοβέρες για αμαρτίες, αφορισμούς και αιώνιο βάσανο της ψυχούλας σου στα ζέοντα καζάνια της Κόλασης.
Σου φωνάζουμε. Αλλ' εσύ δεν μας ακούς. Ή κάνεις πως δεν μας ακούς. Κι ας ξέρεις πως η φωνή είναι το μέσον επικοινωνίας των ανθρώπων και δίνει ζωή στον πλανήτη, αλλιώς θα ήταν ένας βουβός, ένας νεκρός πλανήτης στο σιωπηλό σύμπαν δίχως την ανθρώπινη φωνή και τη φωνή των έμβιων όντων. Γιατί και τα ζώα έχουν φωνή. Τη δικιά τους φωνή. Μία κραυγή, ένα κρώξιμο, έναν βρυχηθμό, ένα ουρλιαχτό, ένα κελάδημα. Ο άνθρωπος έχει αποκωδικοποιήσει αυτή τη φωνή σε γράμματα και φθόγγους και λέξεις. Το πρόβατο βελάζει «μπε», ο σκύλος γαβγίζει 3γαβ, η γάτα νιαουρίζει «νιάου», ο κόρακας κράζει «κρα», η αγελάδα μουγκρίζει μ' ένα μακρόσυρτο «μμμ!», το γαϊδούρι γκαρίζει, η κότα κακαρίζει, το λιοντάρι βρυχάται, ο λύκος ουρλιάζει, τ' αηδόνι κελαηδεί... Κραυγές ακατέργαστες, που εκφράζουν μόνο το ευχάριστο και το δυσάρεστο κι ίσως και κάποιον μυστικό κώδικα που εμείς δεν ξέρουμε. Και μ' αυτές τις κραυγές γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν. Έτσι ήταν κι ο άνθρωπος μόλις έσκασε μούρη στον πλανήτη κατά την αρχέγονη εποχή. Είχε τη δικιά του κραυγή, είχε το γέλιο και το κλάμα και τον αναστεναγμό, είχε και τις κινήσεις των χεριών και άλλων μελών του σώματος, είχε και τα σχήματα που χάραζε στο χώμα και στις πέτρες για να εκφράζει τα συναισθήματα του, τις σκέψεις του και τις επιθυμίες του. Ώσπου πήρε αυτούς τους λαρυγγικούς ήχους και με τη βοήθεια της γενετικής βιολογικής του ανατομίας, με τη βοήθεια της γλώσσας σαν κεντρικό όργανο, των δοντιών και των χειλέων, τους κωδικοποίησε κι έκανε τα γράμματα και τους φθόγγους, έκανε τις λέξεις και τις προτάσεις, έκανε τον έναρθρο λόγο, που αποτελεί βασική ειδοποιό διαφορά απ' τα ζώα. Και καιροφυλακτούν και τα δόντια γύρω απ' τη γλώσσα σα σωφρονιστικοί υπάλληλοι, να την ανακαλούν στην τάξη κάθε φορά που παρεκτρέπεται κι ενίοτε να τη δαγκώνουν αν μιλάει απερίσκεπτα, καταπώς λέει κι ο λαός σε κάποιον που λέει ανοησίες, «δάγκωσε τη γλώσσα σου!», γιατί η σκέψη χωρίς τη γλώσσα είναι βουβή κι η γλώσσα χωρίς τη σκέψη γίνεται κραυγή.
Με τον έναρθρο λόγο ο άνθρωπος αιχμαλωτίζει το σύμπαν, γιατί ο λόγος διατρέχει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις απανταχού της γης. Έδωσε νόημα και χρώμα στον κόσμο. Έδωσε όνομα στον άνθρωπο και στα ζώα, στα φυτά, στο χώμα και στις πέτρες, στα συναισθήματα και στις φυσικές καταστάσεις, στις σκέψεις και στις ιδέες και στις επιθυμίες. Έγινε λογοτεχνία και ποίηση και ρητορεία και σάτιρα και τραγωδία και τραγούδι. Έγινε έπαινος και κατηγορητήριο. Έγινε μονόλογος και διάλογος και αντίλογος, έγινε η μούσα της ζωής. Αυτός ο κόσμος των λέξεων του Ελύτη «ο μικρός, ο μέγας, είναι αυτός που σηματοδοτεί τα όρια του κόσμου». Είναι ο λόγος ο παντοδύναμος. Είναι αυτός που συνδέει ή απομακρύνει τους ανθρώπους. Που εξυψώνει ή καταρρακώνει το ηθικό τους. Που χτίζει φιλίες ή δημιουργεί έχθρες. Που ενώνει ή χωρίζει λαούς και έθνη ή ανατρέπει κοινωνικά κατεστημένα και γκρεμίζει αυτοκρατορίες. Που θεμελιώνει την ειρήνη ή κηρύσσει τον πόλεμο. Είναι ο καλός λόγος, ο φιλικός κι ευγενικός, Κι ο βίαιος, ο εμπρηστικός κι ο χυδαίος. Είναι ο λόγος του σαλονιού κι ο λόγος της πιάτσας, ο ορθός λόγος κι ο σαχλός λόγος. Κι είναι και λέξεις ή φράσεις που μόνες τους σημάδεψαν κομβικά σημεία της ιστορίας, όπως το «μολών λαβε» του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και «κι όμως κινείται» η γη του Γαλιλαίου. Ή η 1 θριαμβευτική κραυγή του Αρχιμήδη που ανακάλυψε το νόμο της άνωσης στα υγρά «εύρηκα! εύρηκα!» κι η φοβισμένη κραυγή των Ρωμαίων όταν ο Καρχηδόνιος στρατηλάτης Αννίβας απείλησε τη Ρώμη, «ο Αννίβας προ των πυλών!» Ή «ο κύβος ερρίφθη» του Ιουλίου Καίσαρα που αποφάσισε να διαβεί τον Ρου-βίκωνα ποταμό, το «νενικήκαμεν» του αγγελιοφόρου της νίκης στον Μαραθώνα κι η πολεμική κραυγή «αέρα!» στον πόλεμο του '40 κι άλλα κι άλλα. Κι ο Χριστός με τον λόγο έφτιαξε μιαν ολόκληρη θρησκεία με εκατομμύρια οπαδούς στον κόσμο!
Και κάθε λαός έκανε τη δικιά του γλώσσα που καθορίζει και την ταυτότητα του σαν έθνος, τη δικιά του γλωσσική παράδοση, τη δικιά του αλφαβήτα. Η γλώσσα είναι η ιστορία ενός έθνους κι ένα έθνος είναι η ιστορία της γλώσσας του. «Αν θέλεις να αλώσεις ένα λαό -λέει ο Λένιν - κατάστρεψε τη γλώσσα του». Εμείς, κάναμε τη δικιά μας αλφαβήτα με εικοσιτέσσερα γράμματα απ' το άλφα ώς το ωμέγα, η αγγλική, η γερμανική κι η γαλλική με εικοσιέξι γράμματα η καθεμιά, η νορβηγική κι η σουηδική με εικοσιεννιά, η ισπανική με εικοσιεφτά, η βουλγάρικη με τριάντα. Βάλαμε ύστερα και μπιχλιμπίδια, τα σημεία στίξης, την περισπωμένη, την ψιλή, τη δασεία και τη βαρεία που εξοβελίστηκαν ύστερα σαν περιττά φτιασίδια. Κι έμεινε ο τόνος. Και το κόμμα, που μπορεί ν' αλλάξει το νόημα μιας φράσης κι ανάλογα με τη θέση που παίρνει στο παράδειγμα μας, μπορεί να κάνει εναλλάξ γάιδαρο, μια τον μαθητή και μια τον καθηγητή, όπως: «ο καθηγητής είπε, ο μαθητής είναι γάιδαρος». Κι αλλιώς: «ο καθηγητής, είπε ο μαθητής, είναι γάιδαρος»! Κι είναι κι ο μάγκας της γειτονιάς που πουλάει πολυμάθεια με το ρεμπέτικο κι ας μην πάτησε ποτέ το πόδι του στο σχολειό:
«Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο ούτ'έχω μάθει γράμματα πολλά, ξέρω όμως ένα κι ένα κάνουν δύο και πως τα φωνήεντα είναι εφτά.
Τόσον καιρό μαζί μου δεν έχεις μάθει τα δικά μου χούγια και τα φυσικά. Η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται όταν η λήγουσα είναι μακρά».
Οταν μιλάμε επιθυμούμε διακαώς να μας ακούν. Αλλιώς είναι χαμένος χρόνος και καλύτερα να σωπαίνουμε. Ο δάσκαλος θέλει να τον ακούν οι μαθητές, ο ρήτορας να τον ακούει το ακροατήριο, οι γονείς ν' ακούν τις νουθεσίες τους τα παιδιά τους, ο παπάς να εισακούει ο Θεός τις δεήσεις του, ο ερωτευμένος ν' ακούει το ταίρι του τους αιώνιους όρκους αγάπης, ο οργισμένος ν' ακούν τις βρισιές του κι ο ηλίθιος τις ανοησίες του. Κι ακόμα, όταν μιλάμε μόνοι μας, θέλουμε να μας ακούει ο ίδιος ο εαυτός μας! Αν δεν μας ακούν είναι σα να μιλάμε στην έρημο. Καλύτερος συνομιλητής είναι αυτός που ξέρει ν' ακούει. «Γι' αυτό - γράφει ο φιλόσοφος Ζήνων - έχουμε αυτιά δύο και στόμα ένα για να ακούμε περισσότερο και να μιλάμε λιγότερο!». Είναι απαξίωση να μιλάς και να μη σ' ακούν. Κι ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, καταφρονεμένος και πικραμένος που δεν τον άκουσε ο Θεός-Πατέρας του, ψέλλισε: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;».
Ε, ρε συ, Εξουσία! Σου φωνάζουμε και δεν ακούς. Δεν βλέπεις πως η ορεινή περιοχή, εγκαταλειμμένη, βουλιάζει στην ερήμωση; Τα χωριά μας στερεύουν από ζωή και στοιχειώνουν στην ερημιά τους σαν φαντάσματα του παρελθόντος. Και δε φτάνουν οι λίγες μέρες τ' Αυγούστου με τα πανηγύρια για να ζωντανέψει ο τόπος που μόλις περάσουν, η αρχέγονη σιωπή απλώνεται και πάλι στ' άγρια βουνά. Ένας πολιτισμός, γνήσιος, ατόφια ελληνικός χάνεται. Οι παραδόσεις πεθαίνουν, χάνεται η σύνδεση με το πνεύμα των προγόνων και με την ιστορία, μνήμες και παραδόσεις, ήθη και έθιμα και παρακαταθήκες αιώνων σβήνουν, η Ελλάδα, ακρωτηριασμένη, χάνει την πολιτισμική της συνοχή. Κι εμείς σου φωνάζουμε που δεν κάνεις αυτά που πρέπει, αλλά και που παίρνεις πίσω κι αυτά ακόμα που έταξες. Και θα συνεχίσουμε να σου φωνάζουμε κι ας είναι «φωνή βοώντος εν τη ερήμω!».
*Ο κ. Θεόδωρος Σαρέλας, είναι κειμενογράφος, κάτοικος Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας

Αφήστε ένα σχόλιο