Άνθη Ευλαβείας Στο Αγιο 21 (Φ. 1932)
Γράφει ο Νικόλαος Κ. Ηλιόπουλος*
... κι᾽ η Ιστορία συνεχίζει την αφήγησή της...
«Εις την ιστορίαν την μετά την Επανάστασιν, γράφει ο ιστορι- κος Σπυρίδων Λάμπρου, διαλάμπουν πολλοί αξιομίμητοι χαρα-
κτήρες. Οι Δικασταί Εκείνοι, ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης, οι οποίοι δεν ήθελαν και ακόμη υπό τας λόγχας των χωροφυλάκων
να υπογράψουν καταδικαστικήν απόφασιν κατά του Κολοκοτρώ-
νη (και Πλαπούτα), είναι χαρακτήρες από εκείνους οίτινες δεν
απαντώνται συχνά εις την Ιστορίαν. Αυτοί οι δύο έμειναν ιστορι- κα πρόσωπα δια της πράξεώς των εκείνης».
Εστάθηκαν άξιοι της πατρίδος. Κι᾽ όσοι τους συναντούσαν, εκεί στ᾽ Ανάπλι, τους έσφιγγαν το χέρι.
Ένας στρατηγός του αγώνα σκύβει και, φιλώντας τα χέρια του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, λέγει:
«Φιλώ τα χέρια σας γιατί απόμειναν αναίματα από φόνο».
Όμως, πρέπει και τούτο να ειπωθεί, όπου ένας ήρωας, ομολογουμένως απ ὅλους ήρωας, λέγει με «ελληνική χάρη» (Τερτσέτης, Άπαντα-Απολογία) στον Πολυζωίδη:
«Μου πήρες τη δόξα που απόχτησα στα Δερβενάκια».
Ήταν ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.
Δόξα, που απόχτησε στα Δερβενάκια! Στα Δερβενάκια όπου ο θρίαμβος του Κολοκοτρώνη έσωσε την Πελοπόννησο και ολό- κληρη την Ελλάδα. Ο λαός αποθέωσε τον νικητή. Κι᾽ η Γερου- σία τον έκανε Αρχιστράτηγο.
Μήπως και ο Καραϊσκάκης δεν ένοιωσε την Ελλάδα σαν ιδέα Οικουμενική; Ενστερνίσθηκε την λευτεριά σαν ιδανικό παναν-
θρώπινο. Το κλεφτόπουλο της Γράλιστας έγινε ο δαφνοστεφα-
νωμένος στρατάρχης της Ρούμελης, κι᾽ ο Άγγελος του αγωνι-ζομένου Έθνους.
Είχε μπει ακατέργαστη ύλη στο καμίνι του λυτρωμού και βγήκε απαστράπτουσα πορσελάνη. Κι’ εδώ ακριβώς βρίσκεται το ηθικό μεγαλείο του ήρωα!...
... το μεγαλείο της Φυλής:
Έγραψε στον Κολοκοτρώνη και του ζήτησε να συναντηθού- νε. «Είναι ανάγκη, κι᾽ ανάγκη μεγάλη ν᾽ ανταμωθούμε να ενώ-
σουμε της Πατρίδας τα συμφέροντα και να τιμήσουμε τ᾽ άρματα»
... κι᾽ ανταμώθηκαν στο Άργος.
Ο Γέρος τούκανε πλούσιο τραπέζι, ήπιε στην υγειά του επίσημα, μπροστά στους καπεταναίους και τον ευχήθηκε Αρχιστράτηγο της Ρούμελης.
Και σαν απόφαγαν,περιγράφει ο Μελάς, τόριξαν στο πιοτό και το τραγούδι, όπου κάποια στιγμή ο Γέρος λέει στον Καραϊ- σκάκη:
Θα σου δώσω το Γεναίο μου (τον γυιό του) και το Νικηταρά.
Τινάχτηκαν ορθοί κι᾽ οι δυό αρχηγοί, αγκαλιάστηκαν και φιλή- θηκαν.
Ο Θεός βοηθός! Τώρα θα πάνε όλα καλά, είπαν.
Μωριάς και Ρούμελη, δυό αδέλφια, μια ψυχή.
Εδώ συναντώνται τα ακάνθινα ρόδα της Θυσίας και τα κρίνα της Δόξας.
Η συγκίνηση ραγίζει τις καρδιές.
Άνθη Ευλαβείας στους αγωνιστές.
Αργότερα, όταν η Κυβέρνηση τον είχε κάμει Αρχιστράτηγο της Ρούμελης, έγραφε στον Κολοκοτρώνη:
«Στρατηγέ και αδελφέ, ημείς ηνώθημεν και η ένωσίς μας θα είναι παντοτεινή.
Πρέπει όμως να δείξωμεν εις τους Έλληνας και εις τους ξε- νους ότι σκοπός της ενώσεώς μας είναι το κοινόν της πατρίδος όφελος. Βοήθησέ μας η γεναιότης σου εις αυτήν την εκστρατείαν
της Ρούμελης δια να χάσωμεν τον Κιουταχήν και ακολούθως σε βοηθώ και γω με την ζωήν μου να χάνεται ο Ιμπραήμης».
Ο Γεναίος έλεγε πατέρα του τον Καραϊσκάκη, κι’ εκείνος τον έκαμε παιδί του. Συγκινητικός είναι ο διάλογος που στάθηκε
ύστερα από μια μάχη ανάμεσα στους δύο αγωνιστές:
Να μου κάνεις τη χάρη, Γεναίε, να μη κινδυνεύεις τόσο πολύ,
είπε ο Καραϊσκάκης.
Κι᾽ εσύ γιατί κινδυνεύεις;
Μη βλέπεις εμένα. Αν πάθεις εσύ, πάει η Ελλάδα, ενώ αν πα- θω εγώ δεν παθαίνει τίποτις.
Πως το λες αυτό; Απόρησε ο Γεναίος.
Το λέω γιατί έτσι είναι. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος, κι᾽ αν πάει ο
Γέρος, πάει η Ελλάδα, ενώ σαν εμένα έχει κι᾽ άλλους η Πατρίδα.
Έτσι, με δυό λόγια μονάχα, απλά κι᾽ αγνά, έβαλε ο Καραϊ -σκάκης την υπογραφή του πλάϊ στην υπογραφή της ιστορίας
για τον αθάνατο Γέρο του Μωριά.
... κι᾽ ο Ουρανός
συνεχίζει να ραίνει άνθη...
Η ανάσταση ενός έθνους εις την γη, η αναγέννηση του Έθνους μας, είναι συμβάν μέγα.
Μόνον λυρικόν ύφος Πινδάρου και ρητορική δεινότης Περι-κλέους θα ηδύνατο να υμνήσει τους ήρωες και τους μάρτυρες
εκείνους που μας παρέδωσαν πατρίδα ελευθέραν και εις τον
κόσμον Ελλάδα νέαν.
Να μας μεταφέρουν στους τόπους εκείνους που το χώμα
τους εζυμώθη με αίμα, όπου η ηχώ περιχαρής επανελάμβανε τις ιαχές του θρυάμβου η απηχούσε τις βαρυαλγές του γόου του μαρτυρίου: στα Δερβενάκια, στο χάνι της Γραβιάς, στη γέφυρα της Αλαμάνας, στο Καρπενήσι, στο Χαϊδάρι, στο Μανιάκι, στο Φάληρο, στο Πέτα, στη Χίο, στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, στο δοξασμένο Μεσολόγγι.
Η ψυχή γονατίζει. Άνθη Ευλαβείας προσφέρει.
Οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο, οι Ναουσαίες στην Αραπίτσα, οι Χιώτισσες στο Ανάβατο, οι Μεσήνιες στη Χορηγόσκαλα και αλλού, Ελληνίδες ηρωίδες, έστησαν χορό απαλλαγής από τη δουλεία. Ερρίφθησαν στο κενό για να μην ατιμασθούν.
Μα η Δόξα που περιίπτατο δεν τις αφησε να πέσουν.
Τις περίμενε στ᾽ απλωμένα της φτερά, στην αγκαλιά της.
Η Δόξα, που τώρα περίμενε να στεφανώσει για μια ακόμη φορά, την τελευταία, μα για πάντα, εις τους αιώνες,
να στεφανώσει
την αντριωσύνη του Ηρωα:
Ήταν 30 τ᾽ Απρίλη του 1834.
Στέκεται όρθιος μπροστά στους Δικαστές:
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ονομάζομαι.
Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας, κατάγομαι.
Εξήντα τεσσάρων ετών, είμαι.
Και τι επάγγελμα έχεις, συνεχίζει να ερωτά ο Πρόεδρος.
Στρατιωτικός. Κρατάω σαρανταεννιά χρόνους στο χέρι το
ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα.
...Είναι η στιγμή που μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου
στέκεται όρθιο ολόκληρο το ’21/
Τώρα (...τότε), μετά από εννέα χρόνια, στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, το Έθνος, γονατιστό κλαίει απαρηγόρητον.
Ο ελευθερωτής του έχει περάσει στην αιωνιότητα.
«Ο νεκρός ήτο κεκοσμημένος με την στολήν του Αντιστρατή- γου, έφερε το ξίφος, το οποίον είχεν εις την αρχήν της Επαναστά- σεως, την περικεφαλαίαν εις το πλευρόν και επωμίδας της εις την Επτάνησον υπηρεσίας του, παρακείμενον δε τον θώρακα,
και υπό κάτω δε των ποδών
ετέθη τουρκική σημαία».
*Μηχ/κος Ε. Μ. Π
Συγγραφέας - Ερευνητής
Αφήστε ένα σχόλιο