29 Απριλίου 2018 : ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ - ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΤΑΦΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Ό μετά την τριήμερη ταφή του άναστάς έκ νεκρών Χριστός έρχεται σήμερα νά αναστήσει έναν έπί τριάντα οκτώ έτη «άταφο νεκρό». Φαίνεται λίγο υπερβολικό τό «έπιτίμιο» τοϋ παραλύτου, ό όποίος -όπως αποκάλυψε ό Χριστός-παιδαγωγοϋνταν γιά τίς άμαρτίες του. Ό Ίερός Χρυσόστομος θά σχολιάσει διδάσκοντας: «Πού εϊναι εκείνοι πού λένε είναι άδικο γιά μιά στιγμή πού σκότωσα καί γιά λίγες στιγμές πού μοίχευσα, νά κολάζομαι γιά πάντα; Τί νά πεί κι αύτος, ό παράλυτος, πού δέν αμάρτησε τόσα χρόνια, όσα κολαζόταν; Κι όμως πέρασε μιά ζωή σε τιμωρία. Γιατί τά αμαρτήματα δέν κρίνονται άπό τή διάρκεια τους άλλα άπό τή φύση καί τή βαρύτητα τους».
««Ανθρωπον ούκ έχω!»
Σίγουρα θά είχε φτάσει πολύ κοντά στην έσχατη απελπισία ό έπί τόσα χρόνια παράλυτος. «Έτσι πιστεύει καί ό ύμνωδός, όταν τοϋ βάζει στό στόμα τά λόγια: «Τί κερδίζω άπό τό νά συνεχίζω νά ζώ; Τάφος μου έγινε τό κρεβάτι μου». Άπό ό,τι φαίνεται, όμως, άπό τήν πολύχρονη «ταφή» του είχε τεράστιο κέρδος. Είχε αποκτήσει αξιοθαύμαστη υπομονή καί μακροθυμία- τόση, πού, όχι μόνο δέν δυσανασχέτησε μέ τήν ερώτηση τοϋ Χριστού «θέλεις νά γίνεΐς καλά;», όχι μόνο δέν τοϋ απάντησε -κατά τόν Χρυσορρήμονα- «γιά νά μέ κοροϊδέψει ήρθες καί νά γελάσεις εις βάρος μου;» άλλα, αντίθετα, «πράως καί μετ» έπιεικείας πολλής» τοϋ απάντησε: «Κύριε, δέν έχω άνθρωπο, ώστε-όταν ταραχθεί τό νερό- νά μέ βάλει στην κολυμβήθρα».
«Ας αφήσουμε κι έδώ τόν υμνωδό νά «ξεπεράσει» τόν ευαγγελιστή μέ τήν -κάθε άλλο παρά λυρική- απόδοση τής άπάντησης τοϋ Χριστού: «Γιά σένα έγινα ανθρωπος. Γιά σένα ενδύθηκα ανθρώπινη σάρκα κι έσύ λές άνθρωπο δέν έχω; Σήκω! Πάρε καί τό κρεβάτι σου καί περπατά». Τά λόγια τοϋ Χριστού δέν σημαίνουν: «Άνθρωπο ζητάς; Νά! Βρέθηκα έγώ καί θά σέ βοηθήσω».
Οϋτε απλώς ήθελε νά τοΰ πεϊ: «Τί σέ νοιάζει; Έγώ θεός είμαι καί θά σέ θεραπεύσω». Ό Χριστός, καί σέ αύτό τό θαύμα του, δεν είναι μόνο ό γιατρός μιας ανθρώπινης αρρώστιας. Είναι ό νέος Αδάμ, ό θεάνθρωπος, πού ήρθε νά «μαρτυρήση τή άληθεία». Καί ή αληθινή σημασία τών λόγων του είναι: «Έγώ, ό μονογενής Υιός καί Λόγος τοΰ θεού, έγινα καί άνθρωπος, γιά νά δώσω τή δυνατότητα καί σέ σένα καί σέ κάθε άνθρωπο νά άνακαινιστεϊτε. Νά γίνετε καινούργιοι άνθρωποι καινή κτίσις. Νά γίνετε, όχι απλώς καλοί άνθρωποι, άλτρουιστές, πού θά βοηθάτε ό ένας τόν άλλον, άλλα κατά χάριν τέκνα μου καί συγκληρονόμοι τής Βασιλείας μου».
Σταθερή μετάνοια
Αύτή, βέβαια, ή ανακαίνιση δέν έπιβάλλεται έξαναγκαστικά. Είναι μόνο καρπός τής ελεύθερης συνεργασίας τοΰ πεπτωκότος άνθρωπου μέ τόν Χριστό. Ή αρχή της είναι τό άγιο Βάπτισμα. Καί είναι άξιοπρόσεκτο ότι άμφότεροι, έρμηνευτές καί υμνογράφοι τής Εκκλησίας, συνδέουν τήν κολυμβήθρα τής Βηθεσδά μέ τήν αγία κολυμβήθρα τοΰ Βαπτίσματος: «Έν τή κολυμβήθρα
τη Προβατική ποτέ άγγελος κατήρχετο καί έναν ίάτο κατά χρόνον· Βαπτίσμα-τι δε θεώ νΰν καθαιρεί άπειρα πλήθη ό Χριστός».
Ή διά τοϋ Βαπτίσματος, όμως, κάθαρση, λόγω τών αμαρτιών μας χρειάζεται συνεχή ανανέωση. Χρειάζεται όχι περιστασιακή άλλα σταθερή μετάνοια. Είναι κρίμα, ένα «οικοδόμημα», πού γιά νά αποκτήσει γερά θεμέλια χρειάστηκαν -άς πούμε-τριάντα οκτώ χρόνια σκληρής δουλειάς, νά καταρρεύσει άπό τήν υποτροπή στην αμαρτία μιάς στιγμής. Γι΄ αυτό καί ό Χριστός προειδοποιεί μέ τή φιλανθρωπία του τόν πρώην παράλυτο, πού μόλις στάθηκε στά σωματικά καί πνευματικά του πόδια, νά μήν αμαρτήσει ξανά, γιατί νά μή βιώσει ξανά στό μέλλον μιά νέα δοκιμασία.
Πώς τιμούμε τό Σάββατο;
Ή θεραπεία τοϋ παραλύτου καί ή μεταφορά τοϋ κρεβατιού του ήμερα Σάββατο σκανδάλισαν τούς αθεράπευτα «παράλυτους» Ίουδαίους. Ή έξαιτίας τής ύποκρισίας τους πνευματική παραλυσία δεν τούς άφηνε νά «περπατήσουν» παραπέρα άπό τήν κατά γράμμα ερμηνεία τοΰ μωσαϊκού νόμου καί νά καταλάβουν ότι ή ούσιαστική τιμή πρός τό Σάββατο ήταν «ή άγαθοποιία καί ή τών κακών αποχή». «Ετσι επέμεναν στήν εκούσια τύφλωσή τους, μή θέλοντας νά δουν τό θαϋμα τής θεραπείας τοϋ παραλύτου καί νά δοξάσουν τόν θεό. Πολύ περισσότερο, δέν ήθελαν νά καταλάβουν ότι Αύτός, πού εύεργετοϋσε τούς άνθρώπους τό Σάββατο, ήταν καί ό νομοθέτης καί Κύριος τοΰ Σαββάτου. Καί θά επιδιώξουν νά τόν φονεύσουν, «φαινομενικά μέν επειδή δήθεν καταργοϋσε τό Σάββατο, στήν ουσία όμως επειδή τόν φθονούσαν, γιατί ξεσκέπαζε τήν υποκρισία χους» (άγιος θεοφύλακτος).
Έμεϊς, άς αγιάζουμε όχι μόνο τά Σάββατα, άλλα καί ολόκληρη τή ζωή μας μέ τήν κατάπαυση τών πονηρών έργων καί τή σταθερή μας μετάνοια, έπαναλαμβάνοντας τήν κατανυκτική προσευχή πού μάς χαρίζει τό κοντάκιο τής έορτής: «Όπως καί στόν παράλυτο μέ τή θεϊκή σου παρουσία, άνάστησε, Κύριε, καί σέ μένα τήν -έξαιτίας τών άμαρτιών μου- φοβερά παράλυτη ψυχή μου. «Ετσι, άφοϋ σταθώ στά πόδια μου, θά μπορώ νά δοξάζω τήν ευσπλαχνία καί τήν παντοδυναμία σου».
««Ανθρωπον ούκ έχω!»
Σίγουρα θά είχε φτάσει πολύ κοντά στην έσχατη απελπισία ό έπί τόσα χρόνια παράλυτος. «Έτσι πιστεύει καί ό ύμνωδός, όταν τοϋ βάζει στό στόμα τά λόγια: «Τί κερδίζω άπό τό νά συνεχίζω νά ζώ; Τάφος μου έγινε τό κρεβάτι μου». Άπό ό,τι φαίνεται, όμως, άπό τήν πολύχρονη «ταφή» του είχε τεράστιο κέρδος. Είχε αποκτήσει αξιοθαύμαστη υπομονή καί μακροθυμία- τόση, πού, όχι μόνο δέν δυσανασχέτησε μέ τήν ερώτηση τοϋ Χριστού «θέλεις νά γίνεΐς καλά;», όχι μόνο δέν τοϋ απάντησε -κατά τόν Χρυσορρήμονα- «γιά νά μέ κοροϊδέψει ήρθες καί νά γελάσεις εις βάρος μου;» άλλα, αντίθετα, «πράως καί μετ» έπιεικείας πολλής» τοϋ απάντησε: «Κύριε, δέν έχω άνθρωπο, ώστε-όταν ταραχθεί τό νερό- νά μέ βάλει στην κολυμβήθρα».
«Ας αφήσουμε κι έδώ τόν υμνωδό νά «ξεπεράσει» τόν ευαγγελιστή μέ τήν -κάθε άλλο παρά λυρική- απόδοση τής άπάντησης τοϋ Χριστού: «Γιά σένα έγινα ανθρωπος. Γιά σένα ενδύθηκα ανθρώπινη σάρκα κι έσύ λές άνθρωπο δέν έχω; Σήκω! Πάρε καί τό κρεβάτι σου καί περπατά». Τά λόγια τοϋ Χριστού δέν σημαίνουν: «Άνθρωπο ζητάς; Νά! Βρέθηκα έγώ καί θά σέ βοηθήσω».
Οϋτε απλώς ήθελε νά τοΰ πεϊ: «Τί σέ νοιάζει; Έγώ θεός είμαι καί θά σέ θεραπεύσω». Ό Χριστός, καί σέ αύτό τό θαύμα του, δεν είναι μόνο ό γιατρός μιας ανθρώπινης αρρώστιας. Είναι ό νέος Αδάμ, ό θεάνθρωπος, πού ήρθε νά «μαρτυρήση τή άληθεία». Καί ή αληθινή σημασία τών λόγων του είναι: «Έγώ, ό μονογενής Υιός καί Λόγος τοΰ θεού, έγινα καί άνθρωπος, γιά νά δώσω τή δυνατότητα καί σέ σένα καί σέ κάθε άνθρωπο νά άνακαινιστεϊτε. Νά γίνετε καινούργιοι άνθρωποι καινή κτίσις. Νά γίνετε, όχι απλώς καλοί άνθρωποι, άλτρουιστές, πού θά βοηθάτε ό ένας τόν άλλον, άλλα κατά χάριν τέκνα μου καί συγκληρονόμοι τής Βασιλείας μου».
Σταθερή μετάνοια
Αύτή, βέβαια, ή ανακαίνιση δέν έπιβάλλεται έξαναγκαστικά. Είναι μόνο καρπός τής ελεύθερης συνεργασίας τοΰ πεπτωκότος άνθρωπου μέ τόν Χριστό. Ή αρχή της είναι τό άγιο Βάπτισμα. Καί είναι άξιοπρόσεκτο ότι άμφότεροι, έρμηνευτές καί υμνογράφοι τής Εκκλησίας, συνδέουν τήν κολυμβήθρα τής Βηθεσδά μέ τήν αγία κολυμβήθρα τοΰ Βαπτίσματος: «Έν τή κολυμβήθρα
τη Προβατική ποτέ άγγελος κατήρχετο καί έναν ίάτο κατά χρόνον· Βαπτίσμα-τι δε θεώ νΰν καθαιρεί άπειρα πλήθη ό Χριστός».
Ή διά τοϋ Βαπτίσματος, όμως, κάθαρση, λόγω τών αμαρτιών μας χρειάζεται συνεχή ανανέωση. Χρειάζεται όχι περιστασιακή άλλα σταθερή μετάνοια. Είναι κρίμα, ένα «οικοδόμημα», πού γιά νά αποκτήσει γερά θεμέλια χρειάστηκαν -άς πούμε-τριάντα οκτώ χρόνια σκληρής δουλειάς, νά καταρρεύσει άπό τήν υποτροπή στην αμαρτία μιάς στιγμής. Γι΄ αυτό καί ό Χριστός προειδοποιεί μέ τή φιλανθρωπία του τόν πρώην παράλυτο, πού μόλις στάθηκε στά σωματικά καί πνευματικά του πόδια, νά μήν αμαρτήσει ξανά, γιατί νά μή βιώσει ξανά στό μέλλον μιά νέα δοκιμασία.
Πώς τιμούμε τό Σάββατο;
Ή θεραπεία τοϋ παραλύτου καί ή μεταφορά τοϋ κρεβατιού του ήμερα Σάββατο σκανδάλισαν τούς αθεράπευτα «παράλυτους» Ίουδαίους. Ή έξαιτίας τής ύποκρισίας τους πνευματική παραλυσία δεν τούς άφηνε νά «περπατήσουν» παραπέρα άπό τήν κατά γράμμα ερμηνεία τοΰ μωσαϊκού νόμου καί νά καταλάβουν ότι ή ούσιαστική τιμή πρός τό Σάββατο ήταν «ή άγαθοποιία καί ή τών κακών αποχή». «Ετσι επέμεναν στήν εκούσια τύφλωσή τους, μή θέλοντας νά δουν τό θαϋμα τής θεραπείας τοϋ παραλύτου καί νά δοξάσουν τόν θεό. Πολύ περισσότερο, δέν ήθελαν νά καταλάβουν ότι Αύτός, πού εύεργετοϋσε τούς άνθρώπους τό Σάββατο, ήταν καί ό νομοθέτης καί Κύριος τοΰ Σαββάτου. Καί θά επιδιώξουν νά τόν φονεύσουν, «φαινομενικά μέν επειδή δήθεν καταργοϋσε τό Σάββατο, στήν ουσία όμως επειδή τόν φθονούσαν, γιατί ξεσκέπαζε τήν υποκρισία χους» (άγιος θεοφύλακτος).
Έμεϊς, άς αγιάζουμε όχι μόνο τά Σάββατα, άλλα καί ολόκληρη τή ζωή μας μέ τήν κατάπαυση τών πονηρών έργων καί τή σταθερή μας μετάνοια, έπαναλαμβάνοντας τήν κατανυκτική προσευχή πού μάς χαρίζει τό κοντάκιο τής έορτής: «Όπως καί στόν παράλυτο μέ τή θεϊκή σου παρουσία, άνάστησε, Κύριε, καί σέ μένα τήν -έξαιτίας τών άμαρτιών μου- φοβερά παράλυτη ψυχή μου. «Ετσι, άφοϋ σταθώ στά πόδια μου, θά μπορώ νά δοξάζω τήν ευσπλαχνία καί τήν παντοδυναμία σου».
Άρχιμ. Β.Λ.
Αφήστε ένα σχόλιο