Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας /Φ.1807

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 19

Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης 
Καθηγητής Μουσικής


Ορολογία της εμπορίας του χρήματος για σήμερα.

Ξεκινάμε με το ρήμα πληρώνω (πληρόω-ώ), που στην κυριολεξία θα πει γεμίζω. Η αρχική του σημασία σήμαινε την επάνδρωση του πλοίου με πλήρωμα (ναύτες) και συνεκδοχικώς την αμοιβή του πληρώματος.

Το αμείβω, τώρα, είναι ένα πολύ όμορφο ρήμα, με σημαντική προέλευση. Στον Όμηρο σήμαινε αλλάζω τόπο, απέρχομαι, παρέρχομαι, δηλαδή δεν μένω στον ίδιο τόπο, διαβαίνω, αλλά και ανταποδίδω, ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, παίρνω ως αντάλλαγμα. Και όντως, η αμοιβή δεν είναι παρά μια ανταλλαγή. Προσφέρω, δηλαδή, εργασία και εισπράττω αντίτιμο σε χρήμα ή σε είδος. Το ρήμα ετυμολογείται εκ του στερητ. α + μίμνω (αναδιπλασιασμός του μένω, παραμένω σταθερός) >α+μίμνω > αμείμνω (ι>ει) >αμείβω (μ>β).

Ο μέγιστος Όμηρος χρησιμοποιεί την λέξη κέρδος με την έννοια της πονηριάς, της απάτης. Ο Οδυσσέας «πολλά κέρδεα ειδώς» (γνώριζε πολλά τεχνάσματα, πονηριές). Το Ετυμολογικόν το Μέγα θεωρεί την ρίζα εκ του χέρδοςχειρ-ός, «δια των χειρών διδόμενον επ’ ωφελεία»). Άλλος όμως σχολιαστής ετυμολογεί εκ του κείρω (=κουρεύω πρόβατα) και εισπράττω το αντίτιμο των ερίων. Αυτήν την ετυμολογία φαίνεται να σπάζονται και οι Λατίνοι, που ονόμασαν τα πρόβατα pecore (εκ του ελληνικού πέκω =κείρω, κουρεύω) και τα χρήματα pecunia.

Χαρακτηριστικό της εμπορίας του χρήματος είναι προφανώς και το δάνειο, λέξη που ετυμολογείται εκ του δίδωμι (=δίνω, χαρίζω, προσφέρω), με ρίζα δα- αλλά και δο- και δω-. Υπάρχει η λέξη δάνος, που σημαίνει δώρο αλλά και δόλωμα, δέλεαρ, απάτη, πανουργία: Δάνος >δόλος (α>ο και ν>λ). Μήπως ένα δόλιο δώρο;

Απότοκο του δόλου στο δάνειο είναι ο …τόκος, που ετυμολογείται εκ του τίκτω (=γεννώ), με την έννοια του γεννήματος, τέκνο, δηλαδή, του χρήματος.

Και οι …καλές τράπεζες σε δανείζουν μεν με τόκο αλλά θέλουν και εγγύηση, λέξη που ετυμολογείται εκ του εν + γυίον (=μέλος του σώματος, το άκρον του).

Η μη αποπληρωμή του δανείου γεννά χρέος, που είναι σχετικό με την χρεία (=ανάγκη). «Χρη γενέσθαι», είναι, δηλαδή, υποχρέωση.

Το χρέος λέγεται αλλοιώς και οφειλή, εκ του υπό + είλον (δασυνόμενος αόρ. του αιρέω-αιρώ =συλλαμβάνω, κυριεύω). Υπό+είλον >υφ-είλον (π>φ) >υφειλή >οφειλή (υ>ο). Μάλιστα, ο γραμματικός, Χοιροβοσκός, υποστηρίζει πως «οφειλή ένδειαν (=φτώχεια) σημαίνει».

Όταν, λοιπόν, δεν έχεις να πληρώσεις το δάνειο, αυξάνεται ο τόκος, επομένως μπορεί να επιβαρυνθείς με ένα μεγάλο ποσό και μ’ αυτόν τον τρόπο ζημιώνεσαι. Η ζημία, κατά το ΕτΜ, προέρχεται εκ του ζην (απαρέμφατο του ζήω-ω) + μείωσις («η των όντων προς το ζην μείωσις»). Άλλοι σχολιαστές εικάζουν και παραδέχονται ρίζα εκ του δαμάω (=δαμάζω), δαμία, ζαμία και ζημία. Στην ουσία ζημία σημαίνει βλάβη.

Ο θησαυρός (παληά ψάχναμε και για τέτοιον με διάφορα μέσα) ετυμολογείται εκ του ρήματος τίθημι (=βάζω, τοποθετώ, θέμα μέλλοντος, θήσ-ω) + αύρον (=πολύτιμο μέταλλο, χρυσός, εκ της ηούς =αυγής, λόγω του χρυσίζοντος χρώματός της).

Η ατασθαλία είναι «η ταις άταις θάλλουσα», όταν, δηλαδή, θάλλει (=ανθεί) η άτη (=όλεθρος).

Για να κυκλοφορεί το χρήμα χρειάζεται η πώληση αγαθών. Το ρήμα πωλώ προέρχεται εκ του πωλέω ή πολέω, που σημαίνει περιπλανιέμαι στην θάλασσα, τριγυρίζω, άρα εμπορεύομαι, πουλάω τα αγαθά, με τις πρώτες αγοραπωλησίες να έχουν γεννηθεί στην θάλασσα, κατά τα ταξείδια των αποδημητικών Πελασγών >πελαργών.

Όποιος τα πάει καλά με τις πωλήσεις, εξασφαλίζει κέρδος και το αποθηκεύει, λέγεται πλούσιος (=εύπορος). Και πάλι η ετυμολογία της λέξεως μας μεταφέρει στα θαλασσινά ταξείδια των προγόνων μας. Πλους+ουσία, ο εκ του πλου, δηλαδή, έχων αποκομίζει την ουσία, την περι-ουσία.

Υπάρχει όμως, ιδίως σήμερα, και η μεγάλη κατηγορία των πτωχών, λέξη που παράγεται εκ του πτώσσω (=ζαρώνω, δειλιάζω, φοβάμαι, εξ ου και πτυχή). Πτωξ λέγεται και ο λαγός, ως δειλό ζώο.

Άρα, μήπως είναι προτιμότερο το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»;


* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι Καθηγητής Μουσικής στο 1ο Γυμνάσιο Μεσολογγίου και Δ/ντης Χορωδίας

Δεν υπάρχουν σχόλια