Header Ads

ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΖΩΗΣ φ.1682

ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΖΩΗΣ 

Γράφει και Επιμελείται: Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ν. ΣΑΡΕΛΑΣ 

Νέε μου στάσου δυό λεπτά και πρόσεξε και μένα. Θα σου μιλήσω συμβουλές έχω να σου δώσω που είναι καλές για σένα. 
Με βλέπεις άνθρωπο ισχνό με δίχως φαντασία και λες δεν ήμουν τίποτα δε δίνεις σημασία. 
Μα κάποτε στα χρόνια σου είχα κι εγώ το κάλλος και βάδιζα περήφανος σαν φουσκωμένος γάλος και είχα κι εγώ τη δόξα μου σοφία του Σωκράτη του Ηρακλή τη δύναμη φήμη πολύ μεγάλη. 
Είχα μαλλιά μεταξωτά και μάγουλα σαν μήλο και φρύδια που δεν βρίσκονται σαν της ελιάς το φύλλο. 
Είχα καρδιά του λέοντος και μπράτσα σιδερένια ακούραστα τα πόδια μου και στήθη μαρμαρένια. 
Είχα τη γλώσσα του αηδονιού μάτια μεγάλα μαύρα και μερικοί μου λέγανε όλα μαζί πού τα ‘βρα. 
Γι΄ αυτό χαιρόμουνα πολύ πως ήμουν της γης ο φάρος και με το νου λογάριαζα πως δεν υπάρχει χάρος. 
Μα ποτέ δεν κατάλαβα πως περάσανε τα χρόνια και φύγανε τα νιάτα μου σαν του Μαρτίου τα χιόνια. 
Τα γλέντια και όλες οι χαρές περνούσαν σαν αέρας και όλη η ζωή μου φάνηκε σα να ‘τανε μια μέρα. 
Σαν ένιωσα τα γεράματα θυμάμαι τα παλιά μου μου φάνηκε παράξενο που άσπρισαν τα μαλλιά μου. 
Το φως από τα μάτια μου μικραίνει, λιγοστεύει κι ο νους μου πώς εγέρασα ακόμα δεν πιστεύει. 
Τα πόδια μου αδυνάτισαν τα χέρια δεν κινούνται τα δόντια μου χαλάσανε κι όλα παραπονιούνται. 
Καταλάβαινα αδυναμία σε λίγο τελειώνω και τώρα βάζω μια φωνή με κλάματα και πόνο. 
Ποιος; ποιος μάγος φέρνει τη ζωή και ποιος γιατρό να πάρω και ποιος μπορεί και δύναται που να νικά το χάρο. 
Θα του χαρίσω κτήματα και λίρες όσες θέλει αρκεί του χάρου το σπαθί να σπάσει και τα βέλη. 
Κανείς δεν μ’ αποκρίθηκε κανείς δεν μου ‘πε ζήσε να μου γλιτώσει τη ζωή και νιάτα να μου φέρει. 
Λοιπόν μια μέρα του Απρίλη χωρίς να περιμένω κάποιος χτυπά την πόρτα μου με τρόπο αγριεμένο. 
Ήταν ψηλός κατάμαυρος φωνάζω-τι να κάνω και με φωνή που τρόμαζε μου λέει σήκω απάνω. 
Μου ξέσκισε τα σπλάχνα μου και πήρε την ψυχή μου κι αμέσως πάν’ τα πλούτη μου μαζί με τη στολή μου. 
Αφού με λάσπη γίναμε και πάλι το χώμα θα μας φάει. 
Όπως με βλέπεις νέε μου και συ θα καταντήσεις γι’ αυτό στην πρόσκαιρη ζωή μη λες θα καζαντήσεις. 
Όταν γεράσω να μη λες θα κάνω καλοσύνες ο χάρος είναι λαίμαργος δεν έχει προθεσμία παίρνει τις μάνες των παιδιών λεβέντες που γλεντάνε από την κούνια τα μωρά κοπέλες που κεντάνε. 
Να σκέπτεσαι τον θάνατο επτά φορές την ώρα υπήρχαν κι άλλοι στη ζωή μας δεν υπάρχουντώρα. 
Αγάπα τον πλησίον σου κακό ποτέ μην κάνεις γιατί αργά ή γρήγορα θα σβήσεις, θα πεθάνεις. 
Τα λόγια που σου μίλησα στο νου σο να τα βάλεις γιατί αυτού που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις. 

*Ο κ. Θεόδωρος Σαρέλας, είναι κειμενογράφος, κάτοικος Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας

Δεν υπάρχουν σχόλια